Το ένα τρίτο, περίπου, των κατοίκων κατάγονταν από την Καππαδοκία και ήταν τουρκόφωνοι. Οι υπόλοιποι προέρχονταν από τις γειτονικές περιοχές του Πόντου (κυρίως Τραπεζούντα και Οινόη) και μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.
Οι ντόπιοι και οι προερχόμενοι από την κυρίως Ελλάδα μιλούσαν ελληνικά. Κύρια απασχόληση τους ήταν το εξαγωγικό εμπόριο γεωργικών κυρίως προϊόντων από την εύφορη ενδοχώρα. Μετά το 1914 άρχισε η ραγδαία συρρίκνωση της ελληνικής και της αρμενικής κοινότητας (2.000 άτομα). Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πόλη γνώρισε οικονομική ανάπτυξη και συνακόλουθη πληθυσμιακή και πνευματική ακμή, χάρη κυρίως στην καλλιέργεια και την εμπορία του καπνού.
Ταυτόχρονα, εξελίχθηκε σε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Οι πλουσιότεροι μεταξύ των Ελλήνων της πόλης ήταν μεγαλέμποροι καπνού και υφασμάτων. Από τους υπόλοιπους πολλοί ήταν καταστηματάρχες, τεχνίτες, γιατροί, δικηγόροι, κ.τ.λ.
Η Σαμψούντα ήταν η έδρα της Μητρόπολης Αμάσειας. Ο μητροπολιτικός ναός της Αγίας Τριάδας βρισκόταν στο κέντρο της ομώνυμης συνοικίας, όπου και τα εκπαιδευτήρια της κοινότητας. Στην πόλη υπήρχε πλήθος κοινωνικών οργανώσεων (Φιλόπτωχος Αδελφότης «Ορθοδοξία», Πανευξείνιος Ελληνικός Σύλλογος «Αναγέννησις», Μουσικός Σύλλογος «Ορφεύς», κ.τ.λ.) και εκδιδόταν η εφημερίδα Φως. Στην επαρχία της υπήρχαν 200 ελληνικές κοινότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου