Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Η Δημοκρατία του Πόντου

KΩΣTAΣ ΦΩTIAΔHΣ
Kαθηγητής A.Π.Θ.
Παιδαγωγικό Tμήμα Φλώρινας
O 20ος αιώνας βρίσκει τον Eλληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Στη Σαμψούντα το 1896, από τις 214 επιχειρήσεις οι 156 είναι ελληνικές. Στην Tραπεζούντα από τις 5 τράπεζες οι 4 είναι επίσης ελληνικές. Tο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο

Από το μύθο στην ιστορία

Η αφετηρία της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού βυθίζεται μέσα στην ομίχλη του θρύλου της Αργοναυτικής εκστρατείας, και ο θρύλος αυτός έχει την αρχή του στο μύθο του Φρίξου και της Έλλης. Ο Φρίξος, γιος της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Ο Στάλιν εξόντωσε 38.000 Ελληνες. Πογκρόμ σε τρία κύματα, 1930 - 1949, στη Σιβηρία


Πάνω από 38.000 Ελληνες εξοντώθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας την εποχή του Στάλιν. Ελάχιστοι βγήκαν ζωντανοί από τα φοβερά κάτεργα. Μία από τις τελευταίες επιζήσασες, η 93χρονη σήμερα Κλεοπάτρα Μουφίδου, μιλά στην «Κ», φωτίζοντας το άγνωστο -σε όλες του τις πτυχές- πογκρόμ εναντίον χιλιάδων αθώων.Τρία κύματα διωγμών «σάρωσαν» τους Ελλήνες της Σοβιετικής Ενωσης, από το 1930 έως το 1949.

38.000 Ελληνες στα γκούλαγκ της Σιβηρίας
Οι τελευταίοι επιζήσαντες από τους διωγμούς του Στάλιν φωτίζουν με τις μαρτυρίες τους την «περίοδο του μεγάλου τρόμου»

Του Σταυρου Τζιμα
Το ζήτημα των διωγμών και της εξόντωσης χιλιάδων Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης στα φοβερά γκούλαγκ της Σιβηρίας την εποχή του Στάλιν, φωτίζουν μαρτυρίες επιζώντων του μεγάλου –και εν πολλοίς άγνωστου, σε όλες του τις πτυχές– αυτού πογκρόμ, αφηγήσεις συγγενών ανθρώπων που πέθαναν στα κάτεργα και ιστορικών που ερευνούν την υπόθεση, στην «Κ».

Τουλάχιστον τριάντα οχτώ χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέζησαν των απάνθρωπων συνθηκών καταναγκαστικής εργασίας. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, υπήρξαν τρία κύματα διωγμών των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κατά τη σταλινική περίοδο: οι εύποροι που συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν το ’30 ως «Κουλάκοι», μεγαλοαγρότες δηλαδή και άρα «εχθροί του λαού», εκείνοι –μερικές δεκάδες χιλιάδες– που διώχθηκαν το 1937 στην περιβόητη «επιχείρηση 13» με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδος κατασκοπείας (!) και όσοι εξορίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου αλλά και το 1949 ως «συνεργάτες των Γερμανών» και «υπονομευτές» του σοβιετικού κράτους.

Τρία κύματα διωγμών σε 12 χρόνια

Στα τέλη του 1937, η Σοβιετική Ενωση ζούσε την κορύφωση της «περιόδου του μεγάλου τρόμου». Οι εκκαθαρίσεις αντιπάλων του σταλινικού καθεστώτος είχαν λάβει τη μορφή επιδημίας. Η δολοφονία του Κίρωφ, την 1η Δεκεμβρίου του 1934, προσχεδιασμένη από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για την εξόντωση των εσωκομματικών αντιπάλων του δικτάτορα, που εξελίχθηκε σε φοβερό πογκρόμ.

Πιστοί σύντροφοι του Λένιν, ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως ο Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά. κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία και εκτελέστηκαν, ενώ ο Τρότσκι κατέφυγε στη Νορβηγία και αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεξικό από πράκτορα της KGB. Οι ύποπτοι για «συνωμοσία» κατά του σοβιετικού κράτους οδηγούνταν κατά χιλιάδες, έπειτα από δίκη-παρωδία, στο εκτελεστικό απόσπασμα και στα περιβόητα γκούλαγκ της Σιβηρίας τα τρένα κατέφθαναν ξεφορτώνοντας «προδότες» και «εγκληματίες».

Επιχειρήσεις εκκκαθάρισης
Ο Στάλιν μαζί με τους εσωκομματικούς αντιπάλους και τους αντικαθεστωτικούς αποδείχθηκε ότι είχε θέσει στο στόχαστρό του και τις μικρότερες εθνότητες που ζούσαν στην αχανή σοβιετική επικράτεια. Πίστευε, πιθανότατα, κατά τους μετέπειτα μελετητές της περιόδου εκείνης, ότι σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με τη Γερμανία ή τις άλλες «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», Πολωνοί, Κορεάτες, Ιάπωνες, Γερμανοί, Ελληνες, Φινλανδοί, Ρουμάνοι κ.ά. θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «πέμπτη φάλαγγα» συστρατευόμενοι με τον εχθρό. Η απαλλαγή, λοιπόν, από τους δυνάμει «υπονομευτές» ήταν ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν δεκατέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες από τον αρχηγό της NKΒD (τη μετέπειτα KGB) και στενό συνεργάτη του Στάλιν, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου του 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσαν Ελληνες από τους 300.000 που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία.

Σε στρατόπεδα εργασίας
Οπως λέει ο κ. Ιβάν Τζούχα, ομογενής από τη Ρωσία, που επί χρόνια ερευνά την ιστορία της δίωξης των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης, από τα στοιχεία που διαθέτει προκύπτει ότι 38.000 ελληνικής καταγωγής σοβιετικοί πολίτες εξαφανίστηκαν στη «μαύρη τρύπα» των γκούλαγκ του Στάλιν. Η ελληνική επιχείρηση ήταν η υπ’ αριθμόν 13 και το 50% των ομογενών συνελήφθησαν τις πρώτες τρεις μέρες με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της Ελλάδας! Πολλοί από τους συλληφθέντες εκτελέστηκαν αμέσως. Μόνο στην περιοχή του Ντονέτσκ, στην Κριμαία, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου του 1938 τουφεκίστηκαν χωρίς δίκη 3.140 Ελληνες.

Οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, γνωστά ως γκούλαγκ της Σιβηρίας και κυρίως στην περιοχή Κολιμά, κοντά στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, όπου κατά τη σταλινική παντοδυναμία εξορίστηκαν 2.500.000 σοβιετικοί πολίτες, από τους οποίους λίγοι επέζησαν. «Τους υποχρέωναν να εργάζονται επί 15-16 ώρες την ημέρα στα διαβόητα ορυχεία χρυσού. Ουδείς άντεξε εκεί περισσότερους από τρεις-τέσσερις μήνες. Η θερμοκρασία τον χειμώνα επέφτε στους -60 βαθμούς. Τους νεκρούς τους στοίβαζαν σαν ψόφια ζώα και όταν μαζεύονταν πολλοί τους έκαιγαν. Οσοι επέζησαν, γλίτωσαν από θαύμα», αναφέρει ο κ. Τζούχα.

«Τον πήραν»
Τα όργανα των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος άρπαζαν μέσα στη νύχτα τους άνδρες, χωρίς να δίνουν εξηγήσεις στους ίδιους ή στους συγγενείς. Ουδείς βεβαίως τολμούσε να ρωτήσει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, αλλά όλοι υποψιάζονταν τι τους περίμενε. Το μόνο που ψέλλιζαν αν κάποιος ρωτούσε ήταν: «τον πήραν». «Αυτό το ρήμα προκαλούσε φρίκη στην τότε Σοβιετική Ενωση, γιατί σήμαινε φοβερά πράγματα», συνεχίζει ο ομογενής ερευνητής και προσθέτει ότι μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, οπότε άρχισε η αποσταλινοποίηση, άρχισαν να βγαίνουν τα όσα έγιναν εις βάρος και των Ελλήνων.

Με το ξέσπασμα του πολέμου και την επέλαση των Γερμανών στο σοβιετικό έδαφος ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον των μικρών εθνοτήτων. Το σταλινικό καθεστώς εξόρισε το 1942 στη Σιβηρία και το Καζακστάν 6.000 Ελληνες ως ύποπτους συνεργασίας με το εχθρό και όταν εκδιώχθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα, το 1944, άλλα 15.040 άτομα ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη σιβηρική στέπα με την κατηγορία της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. «Βεβαίως όλα αυτά ήταν χαλκευμένα, οι Ελληνες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την παρτιζάνικη δράση τους και συμμετοχή στον Κόκκινο Στρατό», λέει ο κ. Τζούχα.

Το 1949 σημειώθηκε το τρίτο και τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων Ελλήνων από τα παράλια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια νύχτα «πήραν» 37.000 Ελληνες από την Κριμαία και το Βατούμι και τους εκτόπισαν στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. «Το καθεστώς ήθελε να αδειάσει τα παράλια από τους αλλοεθνείς», εξηγεί ο κ. Τζούχα, ο οποίος ταξιδεύει ανά τη ρωσική επικράτεια, συλλέγοντας στοιχεία προκειμένου να συντάξει το «Μαρτυρολόγιο των Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων».

Επτασφράγιστα αρχεία
Δεν είναι εύκολο το έργο του καθώς τα περισσότερα αρχεία της KGB και των άλλων μυστικών υπηρεσιών παραμένουν επτασφράγιστα. Οι διωχθέντες την περίοδο του «μεγάλου τρόμου» αποκαταστάθηκαν μαζί με εκατομμύρια άλλους σοβιετικούς πολίτες που διώχθηκαν, όχι όμως και οι Ελληνες που δολοφονήθηκαν και εξορίστηκαν κατά το τρίτο κύμα των διωγμών.

Οι προσπάθειες κάποιων παραγόντων της εκεί ελληνικής ομογένειας σκοντάφτουν στο Κρεμλίνο, που με διάφορα προσχήματα δεν ανοίγει τους φακέλους. Επί εποχής Γέλτσιν και έπειτα από παρεμβάσεις ελληνικής καταγωγής μελών της Δούμα, το ντοσιέ με τα στοιχεία για τις διώξεις των Ελλήνων έφτασε στα χέρια του παντοδύναμου τότε Ρώσου προέδρου μαζί με εκείνα των Πολωνών. Μόλις ο Γέλτσιν είδε τα έγγραφα για τους Πολωνούς, για τους οποίους δεν ήθελε ν’ ακούσει, πέταξε και τους δύο φακέλους στο καλάθι των αχρήστων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ανέμεναν δικαίωση.

«Κατηγόρησαν τον πατέρα μου για κατάσκοπο και τον εκτέλεσαν»
Συνάντησα την Κλεοπάτρα Μαρουφίδου στα μέσα Ιουνίου στον Ελληνορωσικό Οίκο Υπερηλίκων, ένα γηροκομείο της Ρωσικής Εκκλησίας στην οδό Ηλεκτρουπόλεως στην Αργυρούπολη. Παρά τα ενενήντα τρία της χρόνια, τα ’χει τετρακόσια. Διαβάζει με τις ώρες, βοηθάει στην ταξινόμηση της βιβλιοθήκης του ιδρύματος, παρακολουθεί την αλληλογραφία του γηροκομείου, συζητάει επί παντός επιστητού με τις νεαρές νοσηλεύτριες. Στα ράφια του πεντακάθαρου μικρού δωματίου, πολλά βιβλία Ρώσων συγγραφέων και ποιητών –Πούσκιν, Τολστόι, Αχμάτοβα, κ.ά.–, στους τοίχους φωτογραφίες σοβιετικών ηθοποιών, του Πατριάρχη Μόσχας κ. Αλέξιου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και ένα πορτρέτο του ντράμερ των Μπιτλς, Ρίνγκο Στάρ!

Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου ήρθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία το 1999, κουβαλώντας, όπως λέει, χίλιους πεντακόσιους τόμους λογοτεχνικών βιβλίων και μια συναρπαστική προσωπική ιστορία: είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης που επέζησαν της σταλινικής τρομοκρατίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας, φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε στις στέπες του Καζακστάν, αλλά, όπως λέει, «στάθηκα τυχερή, γιατί αν με είχαν στείλει στα γκούλαγκ, το πιο πιθανό ήταν να είχα πεθάνει όπως τόσοι άλλοι». Σε ένα από αυτά τα γκούλαγκ εκτελέστηκε ο πατέρας της ως κατάσκοπος των Ελλήνων.

Από το Ιρκούτσκ στη Μόσχα
Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ, στην ανατολική Σιβηρία, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν συρρεύσει πολλοί Ελληνες από τη νότια Ρωσία για να εργαστούν στο υπό κατασκευήν σιδηροδρομικό δίκτυο και στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Εκεί, στην αφιλόξενη σιβηρική γη, οι Ελληνες πρόκοψαν ως τεχνίτες, μαστόροι και μικρέμποροι και γρήγορα κατέκτησαν περίοπτη θέση στην κοινωνία, όπου μάλιστα οι τοπικές αρχές έδωσαν το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο του Ιρκούτσκ. Οταν το 1930 ο Στάλιν ξεκίνησε τις εκκαθαρίσεις εναντίον των κουλάκων (σ.σ. μεγαλοαγροτών) η μπάλα πήρε και τους ευκατάστατους Ελληνες, που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και κατέφυγαν στη Μόσχα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, μήπως χαθούν και γλιτώσουν.

Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κλεοπάτρας, ο Αδάμ, που όμως το 1935 πιάστηκε για παράνομη κατοχή συναλλάγματος και εστάλη σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας. «Εγραψα στον Στάλιν για να μου επιτρέψουν να δω τον πατέρα μου ενώ πήγα και είδα τον ίδιο τον Καλίνιν (σ.σ. πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ), ο οποιος μου έδωσε άδεια. Ηταν αρχές του 1937 όταν έφτασα στο γκούλαγκ, όπου με άφησαν να μείνω κοντά στον πατέρα μου τρεις μέρες. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε πως σε λίγους μήνες θα βγει. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου όμως, όπως έμαθα αργότερα, τρεις μέρες μετά την εφαρμογή της ντιρεκτίβας εναντίον των Ελλήνων, τον εκτέλεσαν ως κατάσκοπο των Ελλήνων».

Δέκα μήνες στη φυλακή
Επιστρέφοντας στο Μουρμάνσκ, στην παραθαλάσσια αυτή πόλη του παγωμένου ρωσικού βορρά, όπου εν τω μεταξύ είχε τοποθετηθεί ως λογίστρια σε ανώτερη κρατική υπηρεσία, δεν μπορούσε να φανταστεί τι την περίμενε. «Μια μέρα μετά τη ντιρεκτίβα, είχαμε εκλογές θυμάμαι, ξύπνησα νωρίς για να τακτοποιήσω στο γραφείο κάποιες εκρεμμότητες και μετά να πάω να ψηφίσω. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου και υπέθεσα ότι με ψάχνουν από το γραφείο γιατί είχα αργήσει. Ηταν δυο άντρες της NKVD, που με συνέλαβαν και με οδήγησαν στη φυλακή. Δεν είχα ιδέα γιατί μ’ έπιασαν και πού με πήγαιναν. Με ρωτούσαν διαρκώς πού είναι το λιμάνι, αλλά εγώ δεν κυκλοφορούσα στην πόλη και δεν ήξερα. Οταν ύστερα από αφόρητες πιέσεις υπέδειξα μια κατεύθυνση, είπαν ότι αυτό είναι απόδειξη ότι είμαι κατάσκοπος.

Με μετέφεραν στις γυναικείες φυλακές του Λένινγκραντ, όπου έμεινα δέκα μήνες χωρίς δίκη, γιατί είχε χαθεί στη διαδρομή ο φάκελός μου. Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκε ο τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Εζόφ και ανέλαβε ο Μπέρια, ο οποίος για να δείξει ότι ο προκάτοχός του δεν έκανε καλά τη δουλειά του απελευθέρωσε χιλιάδες κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και εμένα.»

Εξορία στο Καζακστάν
«Ενα χρόνο μετά με συνέλαβαν και πάλι. Με δίκασαν για κατασκοπεία και με εξόρισαν στο Καζακστάν. Η ποινή ήταν τρία χρόνια, αλλά μεσολάβησε ο πόλεμος και έμεινα συνολικά πέντε χρόνια εκεί».Μετά τον πόλεμο η Κλεοπάτρα Μουφίδου ενεργοποίησε, όπως λέει, «κάποιες παλιές και υψηλές γνωριμίες» και επέστρεψε στη δουλειά της, αυτή τη φορά ως υπάλληλος του υπουργείου που παρακολουθούσε τα δημόσια έργα στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν. Ουδέποτε έγινε μέλος του κόμματος, μολονότι πιέστηκε να ενταχθεί στο ΚΚΣΕ. Για την ίδια, όπως και για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της τότε Σοβιετικής Ενωσης, πάντως, ο Στάλιν ήταν ο μόνος αθώος για τις διώξεις και θανατώσεις εκατομυρίων αντιφρονούντων ή κατασκευασμένων «εχθρών του λαού». «Αυτά τα πράγματα συζητούνταν στον κόσμο και όλοι έλεγαν πως είναι ένα λάθος που θα διορθωθεί. Ο κόσμος αγαπούσε τον Στάλιν, πιστεύαμε ότι δεν ήξερε πως γίνονταν τέτοια πράγματα. Ημασταν πεπεισμένοι ότι τα έκαναν οι κάτω από αυτόν, αλλά εν αγνοία του».

Ακόμα και τώρα, πάντως, η υπέργηρη Κλεοπάτρα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζούσαν τότε καλύτερα στη Ρωσία απ’ ό,τι σήμερα. «Οι άνθρωποι είχαν δουλειές. Σήμερα αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, χωρίζουν οικογένειες, ξετυλίγονται δράματα», λέει.

«Ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν...»

Η Βάλια Μουρατίδου ήταν 15 χρονών όταν η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα της, Δημήτρη –έναν σχετικά εύπορο Ελληνα, σιδηρουργό στο επάγγελμα–, στο Βατούμι.«Ηταν Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου του 1937, και το πρωί κατεβήκαμε από το χωριό με τον πατέρα μου στο Βατούμι, αυτός για να πάει στη δουλειά του και εγώ στο σχολείο. Δύο ώρες μετά ήρθε ένας θείος μου και μου είπε ότι τον “πήραν” από το σιδηρουργείο. Από εκείνη την ώρα άρχισε ο γολγοθάς μας», λέει σήμερα η 84χρονη κ. Μουρατίδου, που ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει συγγράψει βιβλίο για την περιπέτεια των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης υπό τον τίτλο «Εκατό χρόνια Οδύσσεια». «Τον κράτησαν ένα χρόνο στις φυλακές στο Βατούμι με άλλους Ελληνες. Ολοι τους πιάστηκαν με την ψεύτικη κατηγορία της υπονόμευσης του κράτους και της κατασκοπείας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες στη φυλακή, τα βασανιστήρια καθημερινό φαινόμενο. Πολλοί δεν άντεξαν και υπέγραψαν ότι αποδέχονται τις κατηγορίες και τους έστειλαν στα στρατόπεδα εργασίας. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε, αλλα στο τέλος τον εκτόπισαν και αυτόν. Τον είδα τελευταία φορά όταν τους φόρτωσαν στην Τιφλίδα στο τρένο για τη Σιβηρία. Εκτοτε δεν είχαμε νέα του. Λόγω των συνθηκών, αναγκαστήκαμε να φύγουμε στην Ελλάδα και αρχές του 1947 ένας εξάδελφος μας έγραψε ότι έμαθε από κάποιον που επέζησε πως “ο θείον ο Δημητρόν απέθανεν από αιμορραγίαν εντέρου”».

Το στίγμα της προδοσίας

Η κ. Παρθένα Αποστολιάδη από το χωριό Βιτέζοβο του Κρασνοντάρ, που ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη, δεν γνώρισε τον πατέρα της, αφού εστάλη στις αρχές του 1938 εξορία στη Σιβηρία, όταν η ίδια ήταν ενός μηνός. Θυμάται ωστόσο τον στιγματισμό που υπέστη η οικογένειά της, αφού ο πατέρας της είχε χαρακτηριστεί προδότης. «Από μικρό παιδάκι άρχισα να ψάχνω τον τάφο του για να αποθέσω λίγα λουλούδια, αλλά κανείς από τους εκπροσώπους των αρχών δεν μου έλεγε. Μόλις το 1956 έμαθα ότι είχε πεθάνει στη Σιβηρία, χωρίς να μου δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες».

Το άγνωστο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ / του Στέλιου Βραδέλη
Το πρωί της 15/12/1937 μπήκε στην ΕΣΣΔ σε εφαρμογή το σχέδιο «ελληνική επιχείρηση». Όταν ολοκληρώθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1938, υπήρχαν περισσότεροι από 21,000 Έλληνες εκτελεσμένοι και περίπου 30,000 φυλακισμένοι στα σοβιετικά γκουλάγκ στη Σιβηρία.
Κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ που πρόσφατα αποχαρακτηρίστηκαν αποκαλύπτουν για ποιον λόγο η σοβιετική ηγεσία προχώρησε στην εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού, ενώ νέα αρχεία της μυστικής αστυνομίας αποκαλύπτουν πως η «ελληνική επιχείρηση» οργανώθηκε ύστερα από ψευδείς πληροφορίες που έδωσαν Έλληνες εναντίον συμπατριωτών τους.

Στις 11 Δεκεμβρίου 1937, στα κεντρικά γραφεία της ΝΚVD, της μυστικής υπηρεσίας της Σοβιετικής Ένωσης, που αργότερα εξελίχθηκε στην περιβόητη ΚGΒ, ο υπουργός εθνικής ασφάλειας και διευθυντής της Νικολάι Γεζόφ (Nikolai Yezov) υπέγραψε την ντιρεκτίβα με κωδικό αριθμό 50215. Η διαταγή ζητούσε να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα, ιδιαίτερα όσοι είχαν αρνηθεί να λάβουν τη σοβιετική υπηκοότητα και όσοι εργάζονταν στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα, στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια, στον στρατό και στο ναυτικό.

«Λίγο προτού αρχίσει η "ελληνική επιχείρηση" είχε δολοφονηθεί ο Κίροφ (Kirov), που ήταν μέλος του Πολίτ-μπιρό (πολιτικό γραφείο) και εκπρόσωπος της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο διέδωσαν ότι υπαίτιοι της δολοφονίας του ήταν οι "εχθροί» του λαού" και ως τέτοιοι ορίζονταν οι ξένοι. Όσοι δηλαδή έμεναν στην ΕΣΣΔ αλλά είχαν αρνηθεί να λάβουν την υπηκοότητα», λέει ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα, που αποκάλυψε μεγάλο μέρος των εγγράφων της «ελληνικής επιχείρησης».

Οι Έλληνες που έμεναν τότε στη Σοβιετική Ένωση ξεπερνούσαν τις 400,000, όπως προκύπτει από τις καταγραφές των τοπικών κοινοτήτων. «Οι περισσότεροι από τους Έλληνες δεν ήθελαν να πάρουν τη σοβιετική υπηκοότητα διότι ήλπιζαν πως κάποια στιγμή θα γύριζαν στην Ελλάδα. Μόνο που αν είχαν σοβιετικό διαβατήριο, τότε ενδεχομένως το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά να τους αντιμετώπιζε ως κομμουνιστές», λέει ο κ. Τζούχα.

Οι ελληνικές προξενικές αρχές όταν πληροφορήθηκαν τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων ζήτησαν από τη κυβέρνηση Μεταξά να επιτρέψει τον επαναπατρισμό όσων το επιθυμούσαν προκειμένου να αποφύγουν τις εκτελέσεις και τις διώξεις. Παρόμοιες εκκλήσεις έγιναν και από τις τουρκικές, ιταλικές, γερμανικές και πολωνικές αρχές, καθώς, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία της ΝΚVD, παρόμοια εντολή με την «ελληνική επιχείρηση» είχε δοθεί για τους κατοίκους 13 μειονοτικών ομάδων που ζούσαν στην ΕΣΣΔ.

«Οι περισσότερες χώρες δέχτηκαν να επαναπατριστούν οι υπήκοοί τους. Ο Μεταξάς όμως φάνηκε να φοβάται πως θα γέμιζε η Ελλάδα με κομμουνιστές και για τον λόγο αυτό επέτρεψε την επιστροφή πολύ λίγων Ελλήνων. Αργότερα έγινε γνωστό πως η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να κλείσει συμφωνία με τις ΗΠΑ και το Μεξικό προκειμένου να δεχθούν Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση με αρνητική όμως απάντηση», αναφέρει ο κ. Τζούχα.

Τελικά η Ελλάδα επικαλούμενη την αδυναμία των ντόπιων διπλωματικών αρχών να εκδώσουν διαβατήρια αποφασίζει να δεχτεί 10,000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά των συλληφθέντων Ελλήνων.Ένα από τα «ελληνικά πλοία», το «Σβανέτια», έφυγε στις 28/7/1939 από το Βατούμ, μεταφέροντας στη Θεσσαλονίκη τούς περισσότερους πρόσφυγες.

Οι Εφιάλτες
Τρεις βουλευτές ελληνικής καταγωγής, οι αδελφοί Κοκκινάκη και η Πάσα Αγκίλενα δεν διατυπώνουν την παραμικρή διαμαρτυρία για τα όσα συμβαίνουν στους συμπατριώτες τους.


Αμέτοχη παρακολουθεί τις εκκαθαρίσεις και η Αθήνα.

Μόνο ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Μόσχα Δημήτρης Νικολόπουλος με διαβήματά του στη σοβιετική ηγεσία ζήτησε εξηγήσεις για τις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων.
Λίγους μήνες αφότου άρχισε η «ελληνική επιχείρηση», στις 8 Μαρτίου 1938, σύμφωνα με το σοβιετικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ΤΑΣΣ, ο Νικολόπουλος αυτοκτόνησε «διότι δεν μπορούσε να αντέξει τους πόνους της ανίατης ασθένειας από την οποία έπασχε και η οποία προσδιορίστηκε από τους γιατρούς ως καρκίνος του στομάχου».

Από τις 15 Δεκεμβρίου 1937 άρχισαν οι συλλήψεις των Ελλήνων με την κατηγορία του «κατασκόπου» και τη «συμμετοχή σε ελληνικές αντεπαναστατικές οργανώσεις». «Η ΝΚVD ζητούσε μάλιστα από όσους Έλληνες συλλάμβανε να υπογράψουν μια δήλωση με την οποία δέχονταν ότι ήταν μέλη μιας εθνικιστικής αντάρτικης οργάνωσης, που είχε στόχο την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στο νότιο τμήμα της χώρας σε συνεργασία με εχθρούς του κράτους», αποκαλύπτει ο κ. Τζούχα.

Όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της ΝΚVD αυτή η πληροφορία είχε έρθει στη Μόσχα από την Αθήνα! Έλληνες ήταν, επίσης, αυτοί που ανέλαβαν να συντάξουν τις λίστες του θανάτου σε κάθε χωριό ή πόλη.«Ώσπου να αρθεί το απόρρητο από όλα τα αρχεία, και από όσα έχει καταργηθεί, όταν επιτραπεί η πρόσβαση στους ερευνητές, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων θα παραμένει μυστήριο», υποστηρίζει ο κ. Τζούχα που συγκέντρωσε στοιχεία για τη θανάτωση περίπου 22,000 Ελλήνων

Τους εξόντωναν στην παγωμένη κόλαση της Σιβηρίας
Στην Κολιμά της Σιβηρίας οι περισσότεροι κρατούμενοι πέθαιναν από το ψύχος και την πείνα. Οι πιο ανθεκτικοί επιζούσαν το πολύ τέσσερις μήνες.Στην περιοχή Κολιμά της Σιβηρίας τα χιόνια δεν λειώνουν ποτέ. Τον χειμώνα η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ-50 και-60 βαθμών Κελσίου. Το καλοκαίρι η ανώτερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στην περιοχή είναι μόλις 5 βαθμοί πάνω από το μηδέν.«Στην περιοχή αυτή μεταφέρθηκαν οι περισσότεροι Έλληνες προκειμένου να εργαστούν στα ορυχεία χρυσού μαζί με όσους ο Στάλιν (Stalin) θεωρούσε αντιφρονούντες», λέει ο κ. Τζούχα.«Κολιμά σημαίνει σίγουρος θάνατος» κατάφερε και έγραψε ένας από τους Έλληνες που μεταφέρθηκαν εκεί λίγο προτού πεθάνει. Σχεδόν κανείς δεν γύρισε από την «περιοχή του διαβόλου», όπως την αποκάλεσαν. Οι πιο γεροδεμένοι άντεχαν το πολύ 4 μήνες. Οι περισσότεροι πέθαιναν πολύ γρήγορα.

Ο εκτοπισμός στη Σιβηρία ισοδυναμούσε με βέβαιο θάνατο

«Αυτοί που κατάφεραν να επιβιώσουν, όπως για παράδειγμα ο αδελφός του παππού μου, ήταν όσοι δούλευαν στα μαγειρεία. Οι υπόλοιποι πέθαιναν από το αφόρητο κρύο και την πείνα», αφηγείται ο κ. Τζούχα, ο οποίος άρχισε την έρευνα για την «ελληνική επιχείρηση» από τις αφηγήσεις του Αλέξη Τζούχα, του αδελφού του παππού του και του μοναδικού μέλους της οικογένειας που κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός, αλλά τυφλός, ύστερα από 17 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε στρατόπεδα της Σιβηρίας. «Θέλησα να μάθω για ποιον λόγο ο παππούς μου πέθανε με την κατηγορία του προδότη».

Το καθημερινό πρόγραμμα των κρατουμένων τούς υποχρέωνε να μαζεύουν συγκεκριμένα κιλά ορυκτών ή να κόβουν έναν ορισμένο αριθμό δέντρων.Όσοι τα κατάφερναν, έπαιρναν ως ανταμοιβή 600 γραμμάρια ψωμί, μισό παστό ψάρι, 10 γραμμάρια ζάχαρη και 1 φακελάκι τσάι.«Τους νεκρούς μας δεν μπορούσαμε ούτε να τους θάψουμε στην Κολιμά. Το χώμα ήταν τόσο σκληρό που δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε λάκους. Όταν μαζεύονταν πολλοί νεκροί τούς τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλον και στο τέλος έφτιαχναν έναν λόφο από πτώματα. Τότε τους περιέλουζαν με βενζίνη και τους έκαιγαν», διηγούνταν ο Αλέξης Τζούχα.«Όσοι επέζησαν από ένα άλλο στρατόπεδο-εφιάλτη, στην περιοχή της Βορκοτά, έλεγαν πως κάτω από κάθε ράγα του σιδηροδρόμου που ενώνει την πόλη με τη Μόσχα βρίσκονται θαμμένοι 10,000 νεκροί. Τόσο πολλοί πέθαναν εκεί στα καταναγκαστικά έργα», προσθέτει ο κ. Τζούχα.

Η διαταγή για γενοκτονία
Τι λέει η ντιρεκτίβα 50215 της ΝΚVD (το έγγραφο αποχαρακτηρίστηκε από απόρρητο το 2006).«Με στόχο την καταστολή δράσης της ελληνικής κατασκοπείας στη ΕΣΣΔ διατάζω:

1. Τη 15η Δεκεμβρίου του παρόντος έτους, ταυτόχρονα σε όλες τις δημοκρατίες, περιοχές και περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες, ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα.

2. Να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες (ελληνικής υπηκοότητας και πολίτες της ΕΣΣΔ) των ακόλουθων κατηγοριών:

(α) Όσοι βρίσκονται υπό επιτήρηση και παρακολουθούνται.

(β) Οι πρώην μεγαλέμποροι, κερδοσκόποι, λαθρέμποροι και λαθρέμποροι συναλλάγματος.

(γ) Οι Έλληνες που ασχολούνται με δραστήρια υπονομευτική δουλειά και ιδίως όσοι προέρχονται από τα στρώματα των απο-κουλακοποιημένων καθώς και όσοι απόφυγαν την αποκουλακοποίηση.

(δ) Οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες που ήρθαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης.

3. Κατά την εκτέλεση της επιχείρησης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή για εξονυχιστική εκκαθάριση από τα παραπάνω άτομα, που εργάζονται:

*στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα,
*στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων,
*σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια,
* στον στρατό, στο ναυτικό...».

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,PPOL.GR

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Η Άλωση της Τραπεζούντας

Ο Τούρκος στρατάρχης κατορθώνοντας με τον όγκο του στρατού του, άλλους από τους πρώην συμμάχους των Ποντίων να τους αδρανοποιήσει και άλλους να τους πάρει με το μέρος του με συνθήκες φιλίας και συμμαχίας, αρχίζει την επίθεση κατά του Πόντου λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Προχωράει πολύ γρήγορα σαν χείμαρρος και φτάνει σε τρίωρη απόσταση έξω από την Τραπεζούντα, στην τοποθεσία «Χοσογλάν» και στρατοπεδεύει εκεί. Αντίσταση στην πορεία του αυτή, δεν υπήρχε λόγω των όσων συνέβησαν πριν από την εκστρατεία του Μωάμεθ. Γι' αυτόν τα μόνα εμπόδια στην έφοδο του αυτή κατά του Πόντου, ήταν τα δυσκολοδιάβαστα φυσικά περάσματα, που προστατεύονταν από ελάχιστους υπερασπιστές της περιοχής.

Όσο διάστημα επιχειρούσε αυτά ο Μωάμεθ ο στόλος των τριακοσίων πλοίων που είχε στείλει μετά την υποδούλωση της Σινώπης μεταφέροντας και δέκα χιλιάδες στρατιώτες, απέκλεισαν την Τραπεζούντα από τη θάλασσα και ξηρά παρενοχλώντας συνεχώς αυτήν ώστε να μη της δοθεί η δυνατότητα να οργανώσει την άμυνα της, αλλά και να συγκεντρώσει στρατό από τις γύρω περιοχές. Από την ημέρα που έφτασε ο στόλος και πολιόρκησε την πόλη, ο στρατός του Αυτοκράτορα Δαβίδ επί σαράντα ημέρες προσπαθούσε απεγνωσμένα με αιματηρές εξόδους να απομακρύνει τους Τούρκους πολιορκητές, ώστε να μπορέσει η πόλη να βρει τα απαραίτητα τρόφιμα και πολεμοφόδια.

Και ας μην ξεχνάμε ότι η Τραπεζούντα, όπως και όλες οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις δεν αποτελούνταν μόνο από ελληνικό πληθυσμό. Στην πόλη κατοικούσαν πολλές άλλες εθνότητες, μεταξύ αυτών και Τούρκοι και είναι αυτονόητο ότι αυτοί κρατούσαν παθητική στάση εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των πολιορκητών.

Παρόλα αυτά τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, οι απεγνωσμένες προσπάθειες των Ελλήνων για διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό δεν σταματούν. Με τις ηρωικές τους εξόδους κατορθώνουν να κλονίσουν το ηθικό των Τούρκων πολιορκητών και ετοιμάζονται για το τελειωτικό χτύπημα. Τότε ακριβώς παρουσιάζεται ο Πορθητής με τις αμέτρητες στρατιές του στις νότιες περιοχές και στρατοπεδεύει σε τρίωρη απόσταση από την πόλη. Έτσι ανατρέπει τα σχέδια και τις προσπάθειες των αποκλεισμένων Ποντίων, προδικάζοντας συγχρόνως το αποτέλεσμα αυτής της άνισης μάχης. Η εμφάνιση του, μαζί με τις μυριάδες των νέων στρατιωτών αναπτερώνει το θάρρος των Τούρκων ενώ αντίθετα φέρνει την απελπισία στους αποκλεισμένους Έλληνες.

Τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι αρρώστιες περίσσεψαν, ο στρατός από τις συνεχείς εξόδους λιγόστεψε και ορισμένοι από τους κατοίκους στην απελπισία τους άρχισαν να καταφέρονται εναντίον αυτών που επέμεναν για την λύση του δράματος με τα όπλα, πιστεύοντας στις ψευτοϋποσχέσεις του Μωάμεθ για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας τους αν παραδίδονταν χωρίς αντίσταση.

Αφού λοιπόν επί σαράντα ημέρες δοκιμάστηκε η τύχη των όπλων, κι αφού δεν διαφαίνονταν καμία άλλη λύση η οποία θα απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής στον αιμοχαρή κατακτητή, προτιμήθηκε η παράδοση της πόλης. Η πρωτεύουσα του Ποντιακού κράτους, ο τελευταίος φάρος του Ελληνισμού της Ανατολής που αιώνες φώτιζε την πορεία της φυλής μας για την διάδοση του πολιτισμού σε σκληροτράχηλους λαούς, έσβησε στις 15 Αυγούστου του 1461.

Η πόλη παραδόθηκε μετά από συνθηκολόγηση και υποσχέσεις και είναι βέβαιο ότι η αγριότητα της άλωσης ήταν μικρότερη απ' αυτήν που θα ήταν αν η πόλη καταλαμβανόταν με μάχη. Παραδόθηκε λοιπόν η πόλη με τον όρο ότι θα την αφήσουν ανέπαφη και δεν θα διαπράξουν κανένα κακό στους κατοίκους της, ούτε θα τους στερήσουν από την ιδιοκτησία τους. Με τέτοιες συμφωνίες, τις οποίες δυσκολεύονται πολύ οι Τούρκοι να τις διατηρήσουν, από τη μια μεριά έμπαιναν στην πόλη οι Γενίτσαροι του Μωάμεθ και καταλάμβαναν την ακρόπολη κι από την έβγαινε ο Δαβίδ Κομνηνός ο τελευταίος αυτοκράτορας του Ποντιακού κράτους.

Ο Χιτήρ μπέης που διορίστηκε μετά την παράδοση έπαρχος της πόλης, ολοκλήρωσε την κατάληψη της εξουδετερώνοντας την αντίσταση όσων προσπάθησαν να υπερασπίσουν την περιουσία και την υπόσταση τους.

Οι βιαιοπραγίες, οι φόνοι οι αρπαγές και όσα άλλα συνέβησαν κατά την παραλαβή της πόλης, δικαίωσαν κατά ένα μεγάλο μέρος την μερίδα εκείνη του λαού που υποστήριζε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν την Τραπεζούντα μετά από ένδοξη μάχη και να μην υποστούν τέτοια ταπεινωτική παράδοση. Ο Μωάμεθ , χρησιμοποιώντας απέναντι στους Χριστιανούς που παραδόθηκαν πολιτική και συμπεριφορά αντίθετη με τα συμφωνημένα τους στέρησε την περιουσία, τους έδιωξε από τα σπίτια τις ιδιοκτησίες τους και τους απαγόρεψε ακόμη και να μπαίνουν μέσα στα τείχη με αποτέλεσμα για πολύ καιρό κανείς χριστιανός να μη τολμά να πλησιάσει τις δύο γέφυρες που ένωναν την πόλη με τα προάστια της.

Τα λαμπρά ανάκτορα των αυτοκρατόρων της τα οποία έγιναν κατοικία των εκάστοτε διοικητών της πόλης, τόσο παραμελήθηκαν αργότερα, ώστε σήμερα μόλις και διακρίνονται τα ερείπιά τους.

Ο Δαβίδ λοιπόν μετά από την συμφωνία που έκανε με τον Μωάμεθ αφού έβαλε την οικογένεια του σε πλοίο που του παραχώρησε ο Πορθητής αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για το Μαύρο Όρος στις Σέρρες. Τον τελευταίο αυτοκράτορα του Πόντου συνόδευσαν μετά από εντολή του Μωάμεθ, πολλές οικογένειες ευγενών της Τραπεζούντας όπως οι Δοράνιτες, οι Καραβασίτες, οι Μουρούζηδες και άλλες. Εκεί τους παραχωρήθηκαν μικρές εκτάσεις γης σαν αντάλλαγμα για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στον Πόντο. Και ας μη θεωρηθεί αυτό ως ιδιαίτερη μεταχείριση του Δαβίδ και της ακολουθίας του, διότι άλλα σχέδια είχε στο νου του ο κατακτητής της Ποντιακής γης.

Ο αυτοκράτορας Δαβίδ στις Σέρρες έμεινε τέσσερα χρόνια σχεδόν ανενόχλητος, έχοντας πάντα κοντά του πολλούς από την άλλοτε αυτοκρατορική αυλή αλλά και τον Δημήτριο Παλαιολόγο ηγεμόνα της Πελοποννήσου, απόκληρος και αυτός από την ηγεμονία του την οποία πριν πέντε χρόνια κατέκτησε ο Πορθητής.

Αλλά όπως μας λέει και ο Πανάρετος Τοπαλίδης «η μοίρα του αυτοκράτορος και μείζονα δεινά επέκλωθε». Η ζωή το Δαβίδ Κομνηνού ανησυχούσε τον Μωάμεθ. Από το 1463 αφού ολοκλήρωσε την κατάκτηση και της υπόλοιπης περιοχής γύρω από την Τραπεζούντα, έψαχνε να βρει την αφορμή για να εξοντώσει τον τελευταίο νόμιμο ηγέτη του Ελληνισμού της Ανατολής.

Και η αφορμή δόθηκε από μια επιστολή την οποία έστειλε η Αικατερίνη, σύζυγος του Ουζούν Χασάν, άρχοντα της Μεσοποταμίας, με την οποία παρακινούσε το Δαβίδ να της στείλει τον αδελφό της τον Αλέξιο τον Ε΄ και έναν από τους γιους του, ώστε να τους αναθρέψει στην αυλή του συζύγου της. Η επιστολή αυτή που μαθεύτηκε από τον Μωάμεθ, πολλοί λένε ότι προδόθηκε από Έλληνες του περιβάλλοντος του αυτοκράτορα, θεωρήθηκε ύποπτη και γίνεται έτσι η αρχή του τελευταίου μέρους ενός οράματος το οποίο επεφύλαξε η μοίρα στην οικογένεια των Μεγαλοκομνηνών.

Κατά τη γνώμη όμως των ιστορικών της εποχής, εκτός από τον φόβο του ονόματος το οποίο συνόδευε τον Δαβίδ υπήρχαν και άλλοι τρεις λόγοι που έσπρωχναν τον Μωάμεθ να εξοντώσει την αυτοκρατορική οικογένεια.

Ο ένας ήταν «η αφαίρεση από τους Δυτικούς, της πρόφασης και της ευκαιρίας να επιτεθούν κατά της Τουρκίας για να απελευθερώσουν τον Χριστιανό αυτοκράτορα Δαβίδ».

Ο δεύτερος λόγος, να ιδιοποιηθεί τους θησαυρούς των Κομνηνών τους οποίους παρέλαβε και μετέφερε μαζί του φεύγοντας από την Τραπεζούντα ο Δαβίδ και ο τρίτος λόγος, ο φόβος των πολλών ευγενών, αυλικών και στρατηγών οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στη Θράκη, την Αδριανούπολη, στις Σέρρες, μετά την υποδούλωση της Πελοποννήσου, της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας.

Κάλεσε λοιπόν ο Μωάμεθ τον Δαβίδ στην Κωνσταντινούπολη και τον έβαλε μπροστά στο μεγάλο δίλημμα. Η να μείνει ζωντανός και να απαρνηθεί την πίστη του ή να θανατωθεί αυτός και η οικογένεια του μένοντας πιστοί στην Χριστιανοσύνη. Από τη βάρβαρη αυτή πρόταση του Πορθητή ο Δαβίδ προτίμησε το δεύτερο, κάτι που ίσως έπρεπε να είχε κάνει ο τελευταίος αυτοκράτορας πριν την παράδοση της πόλης και μετά από αποφασιστική μάχη με τον εχθρό.

Τώρα ήταν πλέον πολύ αργά. Οι αποφάσεις του Μωάμεθ είχαν παρθεί. Έτσι αφού πρώτα είδε με τα μάτια του, τους επτά από τους οκτώ γιους του και τον ανιψιό Αλέξιο να πέφτουν κάτω από το τσεκούρι του Γενιτσάρου και να βάφουν κόκκινο το χώμα, φωνάζοντας, «Δίκαιος είσαι Κύριε και σωστές οι αποφάσεις Σου», δέχθηκε κι αυτός τελευταίος τον θάνατο με γενναιότητα. Η εκτέλεση της οικογένειας του Δαβίδ Κομνηνού έγινε σε τοποθεσία απέναντι από τον λόφο «Πέγιογλου» (έτσι ονομάζεται και σήμερα) όπου πριν δεκατέσσερα χρόνια έπεσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Και έτσι συμπληρώθηκε το μαρτύριο του Ελληνισμού στο πρόσωπο των δύο αυτοκρατόρων. Ο ένας πεθαίνοντας στη μάχη υπέρ της ελευθερίας και ο άλλος σφαγμένος για την αλήθεια της Χριστιανικής πίστης.

Τα σώματα τους τα οποία άφησαν άταφα οι Τούρκοι για να γίνουν τροφοί των σκύλων και των σαρκοφάγων πουλιών, η αυτοκράτειρα Ελένη, σαν μια νέα Αντιγόνη, μεταμφιεσμένη και κρυμμένη στο μέρος εκείνο, τόλμησε την νύχτα να τα θάψει με τη βοήθεια μερικών πιστών υπηρετών της. Η ίδια, η οποία λέγεται ότι ήταν πολύ όμορφη, κλείστηκε στο χαρέμι του Μωάμεθ, αλλά μετά από λίγο καιρό πέθανε από τη λύπη της.

Από τις δυο κόρες του Δαβίδ, η μία βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να σωθεί από τη μανία του Πορθητή έπεσε από το κάστρο στο οποίο ήταν φυλακισμένη, όταν πλησίασαν οι δήμιοι να την παραλάβουν και να την οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσης.

Η άλλη κόρη η Άννα αφού έμεινε λίγο καιρό στο χαρέμι του Μωάμεθ, κατ' άλλους ιστορικούς δόθηκε σαν σύζυγος του Χότζα της Κωνσταντινούπολης, αλλά διώχτηκε από αυτόν όταν δεν δέχτηκε να αλλαξοπιστήσει και κατ΄ την αφήγηση άλλων ιστορικών αυτή δόθηκε ως σύζυγος στον έπαρχο της κάτω Μακεδονίας Ζάγανο, ο οποίος ήταν στρατηγός και συγγενής του Μωάμεθ. Συγκλίνουν όμως όλοι, στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Άννα κόρη του Δαβίδ Κομνηνού τα πέρασε στην Γεωργία όπου κατέφυγε και αναγνωρίστηκε ως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Από τους οκτώ γιους του Δαβίδ, διασώθηκε μόνο ένας ο Νικηφόρος, μεταμφιεσμένος και με το ψευδώνυμο Γεώργιος Ούτος. Κρυμμένος κάτω από το όνομα αυτό, για να μην κινήσει την προσοχή των Τούρκων αναχωρεί για τη Θράκη και από εκεί για τις Σέρρες, όπου μετά από παραμονή ολίγων ημερών αναγκάζεται να εγκαταλείψει την περιοχή ύστερα από ειδοποίηση της οικογένειας των Δορονιτών ότι οι άνθρωποι του Μωάμεθ έρχονται να τον εξοντώσουν.

Βλέποντας ο Νικηφόρος Κομνηνός ότι άλλη λύση δεν υπήρχε φεύγει για την Μάνη της Πελοποννήσου, η οποία ήταν και η μόνη ελεύθερη περιοχή και στην οποία κατέφυγαν πολλές οικογένειες του Πόντου. Το ότι ο Νικηφόρος έφθασε στην Μάνη όπου και παντρεύτηκε αποδεικνύετε από τις τρεις ληξιαρχικές πράξεις της Οιτύλου και οι οποίες έχουν ως εξής:

Α΄ πράξη. «4 Ιανουαρίου 1473. Ενεφανίσθηκαν έμπροσθεν εμού, κοινογράφου της Πολιτείας Βυτίλου και κάτωθεν πιστών μαρτύρων από το ένα μέρος ο εξοχότατος Άρχοντας Νικηφόρος υιός του Αυτοκράτορος Δαβίδ Κομνηνού της Τραπεζούντας και από το άλλο μέρος ο Άρχοντας Πέτρος, πατήρ της αρχόντισσας Ελένης την οποία δίδει του άνωθεν εξοχότατου Νικηφόρου διά γυνήν του νόμιμον, καθώς θέλουν οι νόμοι της εκκλησίας».

Στην δεύτερη ληξιαρχική πράξη διαβάζουμε: «Η της Λακεδαιμονίας Γερουσία, αναγνώρισε και κατέστησε Πρωτογέροντα τον Νικηφόρο Κομνηνό του Δαβίδ ορκίζεται και υπόσχεται να τον διαφυλάξει από το βαρβαρικό διωγμό».

Και τέλος στην Τρίτη πράξη αναφέρεται: «1 Ιουλίου 1474, γεννήθηκε ένα παιδί, εξοχότατου Νικηφόρου του Αυτοκράτορος Δαβίδ της Τραπεζούντος και της αρχόντισσας Ελένης του άρχοντα Πέτρου, εμυράνθη και ονομάσθη Αλέξιος από εμένα τον Αρχιερέα Βιτύλου».

Αυτές λοιπόν οι τρεις ληξιαρχικές πράξεις αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο όγδοος γιος του Δαβίδ διέφυγε τον θάνατο από τον της Τραπεζούντας και συνέχισε την ιστορία των Κομνηνών αρχικά στην Μάνη και αργότερα στην Ιταλία και στη Γαλλία.

Βασίλειος Ανθόπουλος (1888-1922) - Ο Θρυλικός Αρχικαπετάνιος των Αντάρτικων Δυνάμεων του Πόντου

Η ζωή και δράση του είναι ένα κομμάτι μέσα στο μωσαϊκό των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στις αρχές του αιώνα μας και καθόρισαν ουσιαστικά τα σημερινά σύνορα της πατρίδας μας. Γεννήθηκε στο χωριό Κιζίκ της επαρχίας Απές του νομού Σεβάστειας του Πόντου στα 1888. Σπούδασε αρχιτεκτονική κοντά σε Γάλλο αρχιτέκτονα και έγινε σπουδαίος εργολάβος δημοσίων έργων. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής πολλοί συγγραφείς τον αναφέρουν και σαν Βασίλ Ουστά (από τουρκ. usta, δηλαδή «αρχιμάστορας»).

Τη ζωή του σημαδεύει λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το γεγονός ότι αναγκάζεται

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Οι Πόντιοι στην Επανάσταση του 1821

του συγγραφέα Γιώργου Ανδρεάδη
Ο Μητροπολίτης Αργυρουπόλεως Σίλβεστρος Λαζαρίδης ο Β΄, που καταγόταν από το χωριό Τσίτε, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον συμμαθητή του και Σχολάρχη Τραπεζούντας, τον Σάββα Τριανταφυλλίδη. Ο Σάββας Τριανταφυλλίδης ήταν ο πατέρας του Περικλή Τριανταφυλλίδη, που έγραψε τα αθάνατα έργα «Ποντικά» και «Φυγάδες». Ορκίστηκαν μάλιστα τον όρκο Πίστεως στην Φιλική Εταιρεία στην Αργυρούπολη από δύο απεσταλμένους της Φιλικής Εταιρείας, που ήρθαν για τον σκοπό αυτό στην Αργυρούπολη ντυμένοι σαν τούρκοι ντερβίσηδες. Στην περιοδεία τους εκείνη οι ντερβίσηδες αγγελιοφόροι της Φιλικής Εταιρείας περιόδευσαν τον Πόντο και όρκισαν πολλούς μεμυημένους, με τους οποίους, η Φιλική Εταιρεία είχε προηγούμενη συνεννόηση. Μόνον οι μεμυημένοι της επαρχίας Χαλδίας συγκέντρωσαν για τον αγώνα 12.000 γρόσια, ποσό πολύ σημαντικό για τα χρόνια εκείνα και τα διοχέτευσαν μέσω Φιλικής στον αγώνα του Γένους στον Μωρηά. Στον κώδικα του Μητροπολιτικού Ναού Αγ. Γεωργίου Αργυρούπολης καταγράφηκε η απλή σημείωση: 12.000 γρόσια για τις ανάγκες του Γένους.

amastris-piperdim.blogspot.com

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Κωνσταντίνος Κουκίδης


Σχετικά με την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουκίδη, υπάρχουν 2-3 εκδοχές. Η πιο διαδεδομένη, είναι ότι ήταν εύζωνος, ο οποίος ήταν φρουρός στην Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, την πρώτη ημέρα παρουσίας δηλαδή των Γερμανών στην Αθήνα. Όταν ένα γερμανικό απόσπασμα με επικεφαλείς τον λοχαγό Γιάκομπι (Peter Jacoby) και τον υπολοχαγό Έλσνιτς (Georg Elsnits), ανέβηκαν στην

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Σεπτέμβριος του 1921- Σάντα Tο Σούλι του Πόντου


Tο Σεπτέμβριο του 1921 δύο τραγικά ιστορικά γεγονότα συντάραξαν συθέμελα τον

ελληνισμό του Πόντου: η καταστροφή της Σάντας και η θανατική καταδίκη,

με απαγχονισμό, της ηγεσίας του ποντιακού ελληνισμού στην πλατεία της Aμάσειας.

H Σάντα, το Σούλι του Πόντου, από το 1915 αντιστάθηκε με τα παλικάρια της

στις αυθαιρεσίες των τοπαρχών αλλά και στις αρπακτικές διαθέσεις των φανατικών

μουσουλμάνων που κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά. Oι εδαφικές διεκδικήσεις,

επί σειρά ετών, των πλούσιων βοσκότοπων που ανήκαν στους Σανταίους από τους

μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών, είτε αυταρχικά είτε δικαστικά, έγιναν αιτία

πολλές φορές χριστιανοί και μουσουλμάνοι να συγκρουστούν σκληρά, με αποτέλεσμα

να συντηρείται μεταξύ τους άσβεστο μίσος και αντεκδίκηση.

Tο τοπικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα διατηρήθηκε και μετά την επικράτηση των Nεοτούρκων.

Oι άδικες αποφάσεις των κομιτατικών, που στηρίζονταν στο σύνθημα "H Tουρκία στους Tούρκους", ανάγκασαν τους ορεσίβιους Σανταίους να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους. H φυσική προστασία των χωριών από τα απάτητα βουνά αποτελούσε το μόνο σύμμαχό τους. H κεμαλική κυβέρνηση, για να συντρίψει το αντάρτικο της Σάντας, πήρε δρακόντεια στρατιωτικά μέτρα. Έστειλε το Φιρκά Kομαντανή, Σουπχή, με τρεις χιλιάδες στρατιώτες, 60 ιππείς, 300 άτακτους τσετέδες, τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια, εναντίον των ανταρτών.

Στις 3 Σεπτεμβρίου ένα απόσπασμα στρατιωτών και χωροφυλάκων με έναν αξιωματικό έφερε τη διαταγή του Σουπχή προς τους μουχτάρηδες και τη δημογεροντία της Σάντας με εντολή την άμεση εφαρμογή:

"Προς τους μουχτάρηδες και την Δημογεροντίαν Σάντας

1. O Διοικητής του Aνατολικού μετώπου διατάσσει να προσέλθουν υπό τα όπλα οι Σανταίοι που έχουν ηλικία από το 1291 έως 1317, δηλ. εκείνοι που είναι 20-45 χρονώ. Όσοι δεν υπακούσουν στην πρόσκληση αυτή θα θεωρηθούν ως παραβαίνοντες τας διαταγάς της κυβερνήσεως και θα τιμωρηθούν. Σε μια τέτοια περίπτωσιν θα επιτεθούν εναντίον της Σάντας όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις του Φιρκά (Mεραρχίας) μαζύ με τους γύρω Tούρκους που μπορούν να οπλοφορούν, και τότε όλοι οι κάτοικοι θα εκτοπισθούν από τα χωριά τους».

Στις 6 Σεπτεμβρίου ο στρατός κατέλαβε τα χωριά Iσχανάντων, Πινατάντων και Tερζάντων. Στην εκκλησία της Aγίας Kυριακής Iσχανάντων φυλάκισαν όλους τους άνδρες της ενορίας. O N. Tοπαλίδης γράφει για τις τελευταίες στιγμές της τραγωδίας της Σάντας. "Oποίες τραγικές στιγμές ζήσαμε και τι ανείπωτο μαρτύριο περάσαμε! Aκόμα και τώρα, που το διηγούμαι, με πιάνει ρίγος. Όλοι οι άνδρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην Eκκλησία του χωριού Iσχανάντων, αφήσαμε τις οικογένειές μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς καμία προστασία. Kαμμιά πέννα, και η πιο δυνατή, δεν μπορεί να περιγράψη την ψυχική αγωνία μας των στιγμών εκείνων. Yπάρχει αγωνία που κοντά της ο θάνατος είναι λυτρωτής. Eίδα ύστερα και σαν στρατιώτης και σαν εξόριστος στην Tουρκία και βάσανα και περιπέτειες. Aπέναντι όμως όλων αυτών η αγωνία που έχω περάσει στις τραγικές εκείνες στιγμές, φυλακισμένος μέσα στην Eκκλησία, χωρίς να ξέρω και χωρίς να μπορώ να δώσω καμμιά βοήθεια στην κινδυνεύουσα οικογένειά μου, προσπερνάει όλες τις άλλες περιπέτειες κατά τες οποίες παρά τρίχα είχα γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.

Bλέπαμε απ' τα παράθυρα της Eκκλησίας τους ανθρώπους μας του απέναντι χωριού Zουρνατζάντων, να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνωνται, να πέφτουν λιπόθυμοι και φανταζόμαστε ότι η ίδια κατάσταση ήταν και στ' άλλα χωριά. Kαι όσο τις βλέπαμε, άλλο τόσο εντείνουνταν τα δάκρυα και οι επικλήσεις μας στο Θεό, για να έρθη σε βοήθεια. Kαι όταν τελευταία μας έβγαλαν από την Eκκλησία και μας έφεραν στο χωριό Πιστοφάντων, όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών, και είδα την οικογένειά μου ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά. Όχι γιατί γλυτώσαμε παρά γιατί θα πεθαίναμε μαζύ".

Στις 10 Σεπτεμβρίου έγινε ο εκτοπισμός έξι ενοριών της Σάντας. Σκηνές τραγικές. Όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο, έτσι, γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, οδηγούνταν στην εξορία. Oι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλαζαν από τα κλάματα και οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, μάταια προσπαθούσαν με προτροπές και συμβουλές να δώσουν θάρρος και να κατευνάσουν τον σπαρακτικό εκείνο θρήνο. "Mια γυναίκα φορτωνόταν τα τρία παιδάκια της, όπως φορτώνεται κανείς τα ξύλα? άλλος κουβαλούσε το γέρο πατέρα ή μητέρα? εκείνοι που από γηρατειά ή αρρώστια δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν, σκοτώθηκαν με οποιοδήποτε μέσο". Πρώτος σταθμός των εκτοπισμένων ήταν το Xουνούζ, μια αρμενική κωμόπολη, την οποία οικειοποιήθηκαν, μετά τη γενοκτονία των Aρμενίων, μαζί με τις απέραντες εκτάσεις της μερικοί μπέηδες, που καλλιεργούσαν με υποτακτικούς τα χωράφια ή αξιοποιούσαν τις πλαγιές ως βοσκοτόπια. Δεύτερος σταθμός ήταν το Eρζερούμ. Eκεί ο τύφος άρχισε να θερίζει την αποστολή. "Aπό ένα χάνι", γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, "όπου έμεναν 60, πήγαν στο νοσοκομείο 30 και βγήκαν οι 6. Tην απαίσια αρρώστια βοήθησαν και άλλα δεινά: πρώτα πρώτα οι συνθήκες υγιεινής? η καθαριότητα έλειπε ολότελα? από την ημέρα του εκτοπισμού τους φορούσαν τα ίδια κουρέλια, διότι δεν είχαν άλλα ν' αλλάξουν. Δεύτερο, η έλλειψη θέρμανσης. Kαι σαν να μην έφταναν αυτά ορθώθηκε μπροστά τους και το φοβερό φάσμα της πείνας? και στα θύματα της επιδημίας σημειώθηκαν θάνατοι από πείνα".

Oι εξόριστοι από τις πολλές δοκιμασίες και τα δεινοπαθήματα πέτρωσαν. Έχασαν κάθε ίχνος ψυχικής ευαισθησίας και ανθρωπιάς. Kατήντησαν ψυχροί και αδιάφοροι θεατές μπροστά στο μαρτύριο και τη θανάσιμη αγωνία των οικείων, συγγενών, γειτόνων και συγχωριανών τους. H παγωνιά στα γυμνά εκείνα μέρη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δυσκολεύονταν να σκάβουν τάφους για τους πεθαμένους, μερικούς από τους οποίους σκέπαζαν με το χιόνι και άλλους έθαφταν, ώστε οι σκύλοι και οι λύκοι τους ξέθαφταν και τους έτρωγαν", συνεχίζει ο Aθανασιάδης.

Στη Σάντα οι μόνοι που απέμειναν ήταν οι αντάρτες και 300 γυναικόπαιδα που τους είχαν ακολουθήσει στα βουνά, όταν ο κεμαλικός στρατός κατέλαβε τις επτά ενορίες.

Tα περισσότερα από τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα δάση ανήκαν σε οικογένειες ανταρτών της Σάντας. Παρέσυραν όμως και άλλους μαζί τους, κι έτσι σχηματίσθηκε ένα δυσκίνητο σύνολο, δύσκολο να προστατευτεί. H απεραντοσύνη των δασών, μέσα στα οποία έχανε κανένας την αίσθηση του χώρου, και η αγριότητα της φύσης ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι των ανταρτών, καθιστώντας τα κρησφύγετά τους απροσπέλαστα στο στρατό.

Aρκεί να σκεφθεί κανείς ότι το σύνολο των αμάχων αριθμούσε επάνω από τετρακόσιες ψυχές, γυναικόπαιδα και άοπλους άνδρες, για να καταλάβει πόσο μεγάλο πρόβλημα αποτελούσαν για την εξασφάλιση της τροφής τους και πόση επιβάρυνση για τους αντάρτες, που όφειλαν να τους προστατεύσουν.

Πρώτος καταυλισμός των αόπλων ήταν η Mάγαρα (Mεγάλη Σπηλιά), όπου σιτιζόταν το δυστυχισμένο πλήθος, ως τις 10 Σεπτεμβρίου, όταν ο Σουλεϊμάν Kάλφας με πολυάριθμο πλήθος βασιβοζούκων και Tούρκων τσετών από τα γύρω χωριά, και με τον τακτικό στρατό, περιέζωσαν σε στενό κλοιό τους Έλληνες αντάρτες και τα γυναικόπαιδα. "H νύχτα της 10ης προς την 11ην Σεπτεμβρίου ήταν η τρομερωτέρα νύχτα που έζησα στη ζωή μου" γράφει ο Kώστας Kουρτίδης, αδελφός του οπλαρχηγού Eυκλείδη, στο ημερολόγιό του. "Eίχε προηγηθεί ολοήμερη μάχη - η πρώτη επαφή - μεταξύ των ανταρτών και του στρατού, στην θέσιν Oμάλ.

Kάνοντας πρόχειρα προχώματα, παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσα στο σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτάς άοπλοι κάπου εκατόν είκοσι παιδιά...". Aυτοί τους οποίους ονομάζει παιδιά ήταν μάχιμοι νέοι, άοπλοι ωστόσο, για την ενθάρρυνση και προστασία των γυναικοπαίδων.

"... Eπί εννέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε έναν άνισον αγώνα, διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και οκτακόσιοι τσετέδες, περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου, προς το δάσος Bαϊβάτερε, την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες εις το μέρος Mερτζάν Λιθάρ, διά να έχωμεν διέξοδον την τελευταίαν στιγμήν.

Kατά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούσαμε. Aλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε, διότι ο όγκος που αντικρύζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν. Διά μίαν στιγμήν ο Iωάννης Ξανθόπουλος φεύγων της θέσεώς του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία των έκλαιγον και εσταυροκοπούντο...".

Όταν νύχτωσε η μάχη διακόπηκε, αλλά οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατόν πια να κρατήσουν τη θέση εκείνη, η οποία είχε επισημανθεί πλέον και σίγουρα την επομένη θα δεχόταν επίθεση μεγαλυτέρων δυνάμεων και ίσως και από άλλη κατεύθυνση.

Oι φυγάδες - αντάρτες και γυναικόπαιδα - αποσύρθηκαν στη θέση Mερτζάν Λιθάρ και εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, αποφάσισαν να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στ' απάτητα φαράγγια της Bαϊβάτερε και οι ίδιοι να καταλάβουν κατάλληλα σημεία στο Oυζούν Συρτ, όπου και θα συναντιόταν πάλι με τους υπολοίπους, για να καταφύγουν τελικά στο δάσος Πογιά χανέ, το ασφαλέστερο απ' όλα.

H απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση πολλών γυναικοπαίδων που δεν ήθελαν να στερηθούν, έστω και προσωρινά, την ένοπλη προστασία των ανταρτών. «Θρήνος και οδυρμός επακολούθησε, και οι ώρες περνούσαν χωρίς να δοθεί καμμία λύση.

H κατάσταση ήταν περισσότερο από τραγική. Tο δυσκίνητο σύνολο δεν εννοούσε να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο δίνοντας έτσι την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες για το καλό όλων. Κάποιο φάσμα φαίνεται να πλανάται επάνω απ' όλους, που έσφιγγε τις ψυχές και θόλωνε το μυαλό, ενώ η πείνα θέριζε τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επέτειναν τον γενικό εκνευρισμό.

Tα παιδιά!... Tα μικρά! Δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούσαν με την ασίγαστη γρίνια τους. Kαι οι ώρες κυλούσαν ασταμάτητα. Tα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, κάποια λύση έπρεπε να βρεθή, μια οποιαδήποτε λύση, που θα επέτρεπε την αθόρυβη - την εντελώς αθόρυβη - απομάκρυνση από τη θέση εκείνη, για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αόπλων.

Kαι βρέθηκε η λύση. Aς μην την κρίνουμε? θα την κρίνει ο Θεός. Oι Σανταίοι την ξέρουν όλοι, ίσως και πολλοί άλλοι. O συγγραφέας του ημερολογίου την αναφέρει χωρίς περιστροφές: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου...".

Oύτε λέξη παραπάνω, ούτε κρίση καμία, ούτε όνομα κανένα. Aς ευλαβηθούμε τον απέραντο βουβό πόνο που κρύβουν οι λίγες αυτές γραμμές και ας κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο της "τρομερωτέρας νύχτας" που έζησε στη ζωή του, όπως γράφει ο ίδιος, και έζησε μαζί κι ένα πλήθος τετρακοσίων κατατρεγμένων ανθρώπων».

O K. Kουρτίδης αναφέρει στο ημερολόγιό του για την επόμενη ημέρα. "Eμείναμε μεσ' το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Mερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Mέραρχον και ήλθε επί τόπου. Kαι όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είνε αδύνατον να πιασθούν και ως εκ τούτου είνε περιττόν να μείνωμε. Aμέσως γύρισαν προς την Σάντα και αφίνοντες εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουρά διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύγουν και αυτοί".

H καταστροφική μανία των Kεμαλικών δεν περιορίστηκε μονάχα στους κατοίκους της επτάκωμης Σάντας, αλλά ξέσπασε και πάνω στην πόλη. Mετά την καθολική λεηλασία δόθηκε διαταγή γενικής πυρπόλησης των οικισμών. Oι Σανταίοι αντάρτες με λύπη έβλεπαν από μακριά την ισοπέδωση των ενοριών τους, κυρίως από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών. Όταν ξεπέρασαν όμως το ψυχικό πλήγμα των πρώτων ημερών, συγκροτήθηκαν ξανά σε νέα ευέλικτα ένοπλα σώματα και σαν άλλοι Σουλιώτες συνέχισαν να πολεμούν, ελεύθεροι πια από γυναικόπαιδα, τις ληστοσυμμορίες του Σουλεϊμάν Kάλφα και των άλλων μπέηδων της γύρω περιοχής.

O ανταρτοπόλεμος των Σανταίων με τον τακτικό και άτακτο στρατό συνεχίστηκε ως την ημέρα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Oι Tούρκοι αντιλαμβανόμενοι τις δυσχέρειες που προκαλούσε η φυσική προστασία του πυκνόφυτου δάσους και γνωρίζοντας ότι η αποφασιστικότητα των ανταρτών για συνέχιση του αγώνα ήταν αδιαπραγμάτευτη, αναγκάστηκαν να έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες, μέσω του μητροπολίτη Pοδοπόλεως Kυρίλλου, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους. Διακομιστής των μηνυμάτων ήταν ο Mιλτιάδης Nυμφόπουλος.

Το Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας


Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
Ενα από τα ζητήματα που στοιχειώνουν τις σχέσεις της σύγχρονης Τουρκίας με τον σύγχρονο κόσμο είναι η ανάμνηση της ακραίας εθνικιστικής πολιτικής και των τεχνικών γενοκτονίας που επέλεξαν οι Νεότουρκοι, ως μηχανισμό μετατροπής της πολυεθνικής προνεοτερικής ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος-κράτος.

Οι χριστιανικές κοινότητες των Ελλήνων της Ανατολής, των Αρμενίων, των Ασσυροχαλδαίων, των Αραμαίων θα βιώσουν με τον πλέον δραματικό τρόπο την πολιτική ενός ακραίου εθνικιστικού, μιλιταριστικού κινήματος. Το γνωστότερο επεισόδιο αυτής της ιστορικής διαδικασίας είναι η γενοκτονία των Αρμενίων. Μέσα στα όρια της αυταρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι υπήρξαν μια ομάδα που ανέπτυξε έντονα την εθνική της ταυτότητα και διατύπωσε τους πολιτικούς της στόχους. Παράλληλα όμως, επηρεάστηκαν και συνδέθηκαν με διεθνή κέντρα που επιζητούσαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα φάνηκε ότι η συμμαχία με τους Ρώσους -οι οποίοι συγκροτούσαν μια νέα ανερχόμενη δύναμη η οποία είχε ήδη κατακτήσει τον Καύκασο- θα έδινε τέλος στην αρμενική εθνική περιπέτεια. Ο σκληρός ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων (Βρετανία, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία) τα χρόνια 1894-1896 και η κυριαρχία του τυραννικού σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ -τον οποίο ο Γλάδστον αποκάλεσε «Ο Μέγας Δολοφόνος»- οδήγησε στην πρώτη μεγάλη σφαγή του αρμενικού λαού με 300.000 θύματα. Ο Αβδούλ Χαμίτ πίστευε ότι «ο καλύτερος τρόπος να τελειώνουμε με το Αρμενικό Ζήτημα είναι να τελειώνουμε με τους Αρμένιους».

Με τον τρόπο αυτό, το Αρμενικό Ζήτημα αναβαθμίζεται και καταγράφεται από τα πρώτα στη διπλωματική ατζέντα. Ηδη όμως, οι Γερμανοί ανακηρύσσονται υπέρτατοι προστάτες του μουσουλμανικού κόσμου και του χαλιφάτου που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη. Ο δρόμος του μεταξιού, που στη σύγχρονη εποχή σημαίνει πετρέλαιο και πλούσιες πρώτες ύλες, διεκδικείται σκληρά. Οι περιοχές των Αρμενίων, όπως και των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου, βρίσκονται πάνω σ' αυτό τον δρόμο. Στο θολό πολιτικό περιβάλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύντομα κυριάρχησαν οι αυθεντικοί εθνικιστές: οι Νεότουρκοι. Ο τουρκικός εθνικισμός, με κέντρο δράσης του την οθωμανική Θεσσαλονίκη, έλαβε τις αποφάσεις του σε νεοτουρκικό Συνέδριο το 1911.

Το Συνέδριο αυτό προέβλεπε την επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των γηγενών χριστιανικών εθνοτήτων. Για τους Νεότουρκους το πρόβλημα ήταν απλό: «Ή η πατρίδα των άλλων θα γίνει δική μας πατρίδα, και μάλιστα σύντομα, ή δεν θα υπάρχει πλέον πατρίδα για μας». Τον Οκτώβριο του 1911 οι Νεότουρκοι -ως κυβέρνηση της χώρας- είχαν αποφασίσει σε συνέδριό τους την εξόντωση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων και τη βίαιη τουρκοποίηση των -πολυεθνοτικής καταγωγής- μουσουλμανικών πληθυσμών. Η απόφαση όριζε με σαφήνεια τις νέες κατευθύνσεις που αναιρούσαν πλήρως την παλιότερη πολιτική της σχετικής ανοχής.

Με την πράξη τους αυτή θέτουν ουσιαστικά τέλος σε μια μακραίωνη περίοδο οθωμανικής παράδοσης, που συγκροτούσε ένα πολυεθνικό μουσουλμανικό κράτος με κύρια έμφαση στη θρησκευτική επιλογή. Εφεξής, για τους Τούρκους εθνικιστές το αίτημα θα είναι η κυριαρχία της εθνικιστικής τουρκικής εκδοχής, τόσο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων όσο και κατά των πολυεθνοτικών και πολύγλωσσων μουσουλμανικών μαζών.

Το παραγνωρισμένο αυτό Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1914 κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώθηκε το 1924 με την περάτωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, αποτέλεσμα της αναθεωρητικής Συνθήκης της Λωζάννης. Θύματα ήταν οι περισσότερες γηγενείς χριστιανικές ομάδες, πλην των λεγόμενων Φραγκολεβαντίνων και των ελάχιστων τουρκοορθόδοξων της Καππαδοκίας. Οι μονοφυσίτες (Αρμένιοι, Ασσύριοι και λίγοι Κούρδοι), οι ορθόδοξοι (Ελληνες στον Πόντο, την Ιωνία, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη, καθώς και Αραβες Σύροι στον οθωμανικό Νότο), οι προτεστάντες (Αρμένιοι και Ελληνες) και οι καθολικοί (Αρμένιοι και Αραβες) ανέρχονταν σε 4 εκατ., περίπου.

Μετά το τέλος της μεγάλης ανθρωποσφαγής, λίγες μόνο δεκάδες χιλιάδες παρέμειναν στα πατρικά τους εδάφη. Οι Ελληνες που εξοντώθηκαν την περίοδο αυτή πιθανόν να ανέρχονται σε 1 εκατ. άτομα. Συμβολικό τέλος της διαδικασίας αυτής θα είναι η καταστροφή της Σμύρνης από τα κεμαλικά στρατεύματα στις αρχές Σεπτεμβρίου του '22. Με έναν πρωτοφανή τρόπο για τη σύγχρονη εποχή, ο Μουσταφά Κεμάλ πασά -που αργότερα οι Τούρκοι θα τον αναγνωρίσουν ως γεννήτορά τους (Ατατούρκ)- θα γιορτάσει τη νίκη του με τη σφαγή του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού και την πυρπόληση της πόλης, έχοντας και πάλι ως πρώτο στόχο τους Αρμένιους της Σμύρνης.

Με το Ολοκαύτωμα των χριστιανικών πληθυσμών ολοκληρώθηκε η διαδικασία διαμόρφωσης του σύγχρονου τουρκικού έθνους-κράτους, το οποίο θα ιδρυθεί τυπικά το 1923. Στην Ελλάδα θα καταφύγουν περίπου ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Σύμφωνα με τις αρμενικές πηγές, από τους 2.026.000 Αρμένιους που ζούσαν πριν από το 1914 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξοντώθηκαν 1,5 εκατ., ενώ οι Ελληνες της Ανατολής (Ιωνία, Πόντος, Καππαδοκία, Ανατολική Θράκη) είχαν περίπου ένα εκατομμύριο νεκρούς. Η συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντι στα ιστορικά εκείνα γεγονότα είναι αμφιλεγόμενη. Παρ' ότι αναγνώρισε τόσο τη γενοκτονία των Αρμενίων όσο και τις γενοκτονίες των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο αλλά και σ' όλη τη Μικρά Ασία και θέσπισε και δύο επίσημες Ημέρες Μνήμης (19 Μαΐου και 14 Σεπτεμβρίου), εν τούτοις δεν φαίνεται να θεωρεί την ιστορική εμπειρία των Ελλήνων της Ανατολής ως μέρος της εθνικής ιστορίας.

Η άρνηση των γεγονότων, που φτάνει μέχρι την αιτιολόγηση και τον εγκωμιασμό της πολιτικής γενοκτονιών που άσκησαν οι Νεότουρκοι και ολοκλήρωσαν οι κεμαλικοί, φαίνεται να εκφράζει ένα μεγάλο μέρος της κρατικής γραφειοκρατίας και των νεοελλήνων ιστορικών. Ετσι ερμηνεύεται η διαρκής υποβάθμιση των προσπαθειών για αναγνώριση των γενοκτονιών που υπέστησαν οι χριστιανικοί λαοί από τον εθνικισμό.
*Ιστορικός
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΦΩΝΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Κρυπτοχριστιανούς στον Εύξεινο Πόντο συναντάμε από το 1650, εξαιτίας του φανατισμού ορισμένων Ντερεμπέηδων, την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίζεται σε Νερεμπεηλίκια, δηλαδή σε τιμάρια ή θέματα. Οι επικεφαλής αυτών των περιοχών, σε πολλές περιπτώσεις έδειξαν φανατισμό, ο οποίος εκφράστηκε με καταπίεση των Χριστιανών και εξαναγκασμό τους να εξισλαμιστούν. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών του Πόντου σημειώνονται στην περιοχή του Όφεως, ακολουθούν οι περιοχές των Σουρμένων, Αργυρούπολης, Τόνιας και άλλες. Δημόσια οι κρυπτοχριστιανοί εμφανίζονταν με την αμφίεση μουσουλμάνων και εκτός οικίας συμμετείχαν σε ισλαμικές τελετές σαν να ήταν γνήσιοι μουσουλμάνοι. Ταυτόχρονα όμως βρισκόταν σε χώρους, όπου κρυφοί ιερείς έκαναν λειτουργίες και όλα τα μυστήρια της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Οι κρυπτοχριστιανοί απέφευγαν τα συνοικέσια με μουσουλμάνους με διάφορα προσχήματα, και έτσι οι γάμοι συνεχίζονταν μεταξύ τους. Αυτό κράτησε έως το Φεβρουάριο του 1856. τότε υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Σουλτάνος υπέγραψε το Χάτι-Χουμαγιούμ, με το οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ήταν ελεύθερος να αλλάξει θρησκεία χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Ο πρώτος που παρουσιάστηκε το Μάιο του 1856 για να ασπαστεί εκ νέου το Χριστιανισμό ήταν ο φύλακας του ιταλικού Προξενείου της Τραπεζούντας, ο Πεχλίλ Τεκίογλου. Από το 1856 έως το 1910 όταν και άλλαξε αυτή η πολιτική με τον πανμουσουλμανική πολιτική των Νεότουρκων, έγινε η αποκάλυψη όλων των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου και ολόκληρα χωριά γύρισαν στο Χριστιανισμό.

Ο διωγμός των Ελλήνων μετά την τέλεση του εγκλήματος της γενοκτονίας, άφησε τους πληθυσμούς αυτούς χωρίς επαφή τόσο με το ελληνικό στοιχείο όσο και με την Εκκλησία, με εξαίρεση αυτούς που μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και δημιούργησαν ισχυρές οινότητες, οι οποίες διατήρησαν και διατηρούν τις παραδόσεις και κυρίως την ποντιακή διάλεκτο. Όμως παρά την απουσία επαφής και την σχεδιασμένη πολιτική βίαιης ενσωμάτωσή τους στην τουρκική κοινωνία, και την αμέλεια της Ελλάδας, αυτοί οι πληθυσμοί διατηρούν σήμερα στοιχεία ελληνικής συνείδησης, τα οποία αρχίζουν να αναζητούν από τη δεκαετία του 1970, όταν συμμετείχαν με μεγάλο αριθμό στο μεταναστευτικό κύμα από την Τουρκία προς τη Δυτική Ευρώπη. Εκεί συναντούνται με τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής μετανάστες και σταδιακά αποκαθίστανται οι πρώτες επαφές, μέσω της αναλλοίωτης στους αιώνες γλώσσα, των εθίμων, των παραδόσεων, του χορού και του τραγουδιού και άλλων στοιχείων. Ταυτόχρονα η επαφή των κρυπτοχριστιανών- ελληνόφωνων με τους Πόντιους της Ελλάδας, ενισχύεται από την προσπάθεια ανάδειξης του ποντιακού ζητήματος σε όλες τις διαστάσεις του στον ελλαδικό χώρο, και την διοργάνωση των πρώτων επισκέψεων στον Πόντο.

Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν δεν υπάρχουν Κρυπτοχριστιανοί, με την έννοια των πιστών. Υπάρχουν όμως οικογένειες οι οποίες είχαν ελλειμματικό θρησκευτικό συναίσθημα και παρέμειναν στον ποντιακό χώρο για πολλούς λόγους. Σήμερα ο (άγνωστος) αυτός αριθμός Ελληνόφωνων μουσουλμάνων- κρυπτοχριστιανών, με πρωτοπορία την σπουδάζουσα νεολαία στην προσπάθειά της να βρει απαντήσεις για την καταγωγή, τον πολιτισμό, την ιστορία, την ταυτότητα πορεύονται ένα δύσκολο δρόμο αυτογνωσίας και αναζήτησης ταυτότητας. Για τη σημερινή κατάσταση σε ότι αφορά αριθμητικά δεδομένα των κρυπτοχριστιανών- Ελληνόφωνων μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Έτσι στα Σούρμενα, της πρωτεύουσας της περιοχής με 19 χωριά, τα 5 είναι αμιγώς ελληνόφωνα σήμερα. Η περιοχή Γκαλιάν (η αρχαία Γαλλίαινα) αποτελείται από 18 χωριά και οικισμούς. Οι μισοί κάτοικοι της περιοχής είναι εξισλαμισθέντες ντόπιοι και οι μισοί έχουν μετεγκατασταθεί από τα χωριά Καλλίστη και Αρχάγγελος της περιοχής Σουρμένων την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Η περιοχή Τσαϊκαρά (το Κατωχώριον) είναι αμιγώς ελληνόφωνη περιοχή, η πολυπληθέστερη σ΄ όλο το τουρκικό κράτος και η τελευταία που έχει εξισλαμισθεί (τέλη 19ου αιώνα), με αρκετά αναπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα των κρυπτοχριστιανών. Η περιοχή Οφ (ο αρχαίος Όφις) αποτελείται από 49 χωριά. Και τα 49 χωριά ήταν πλήρως ελληνικά, σήμερα όμως μόνο ένα το Ερενκόι παραμένει ελληνόφωνο. Για την ταυτότητα και τη ελληνική γλώσσα των πληθυσμών της περιοχής έχουν γίνει αναφορές και σε τουρκικό περιοδικό, το Aktuel (1992) οποίο τονίζει ότι «τα ίχνη της ορθόδοξης παράδοσης είναι ολοφάνερα και εδώ όλοι μιλούν Ποντιακά….Το ρωμαίικο και το ορθόδοξο είναι φανερό».


Η Άνω Ματσούκα αποτελείται από 8 χωριά στο πέρασμα της Ζύγανας με κέντρο το Χαψικόι. Πρόκειται για ελληνοχριστιανικά χωριά των οποίων η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού προέρχεται από ελληνόφωνους εποίκους από την περιοχή Τόνιας που εγκαταστάθηκαν μετά το 1924. Η περιοχή Τόνιας (η αρχαία Θοανία) αποτελείται από 18 χωριά, εκ των οποίων 7 αμιγώς ελληνόφωνα.


Για το ζήτημα της καταπίεσης της μητρικής γλώσσας και της μη ελεύθερης χρήσης της έχουν γίνει παρεμβάσεις από τη μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών», με γραπτή έκθεσή της προς τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και προς το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στην Ελβετία, ενώ προφορική παρέμβαση στην 58η συνεδρίαση της επιτροπής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε για το ίδιο θέμα και από τη γαλλική μη κυβερνητική οργάνωση «MRAP - Κίνηση ενάντια στο ρατσισμό - για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς». Η μη κυβερνητική οργάνωση της Διεθνούς Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις συστηματικές προσπάθειες εξαφάνισης της ποντιακής διαλέκτου, ως της πλησιέστερης προς την αρχαία ελληνική ομιλούμενης σήμερα γλώσσας, αλλά και στις διώξεις εις βάρος Ποντίων διανοουμένων, όπως του συγγραφέα Ομέρ Ασάν, που έχει γράψει το έργο «Πολιτισμός του Πόντου». Περιγράφοντας αυτή την κατάσταση, η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών επιθυμεί να επιμείνει στην ανυπαρξία ελευθερίας έκφρασης των Ποντίων, στη σημερινή Τουρκία, στη πληροφόρηση για τις συνθήκες ζωής αυτού του λαού, αφού διεθνής κοινότητα οφείλει να γνωρίζει αυτή την κατάσταση, αφού παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της άρσης της διάκρισης εναντίον αυτού του πληθυσμού, αποτελούν ένα βήμα προς τη διαφύλαξη ενός ζώντος πολιτισμού, ο οποίος έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα.


Μέρος της εισήγησης του Φάνη Μαλκίδη στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα. Κοριλιάνο του Οτράντο. Ιταλία- Οκτώβριος 2005.



Θεοφάνης Μαλκίδης

Λέκτορας στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Η μετακίνηση Ποντίων της Τουρκίας προς τη Ρωσία αρχίζει αμέσως μετά την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, την εποχή των Κομνηνών. Η τρομοκρατία και οι διωγμοί που άρχισαν τότε οι Τούρκοι επί των Ελλήνων του Πόντου, ανάγκασε τους τελευταίους να βρουν άσυλο στη γειτονική Ρωσία, η οποία προσέφερε τότε στους φυγάδες φιλόξενο άσυλο και ελεύθερη υλική ανάπτυξη.

Οι καλές αυτές συνθήκες διαβίωσης, σε συνδυασμό με την κοινή θρησκεία και τον περιορισμό της εθνικής μόρφωσης, οδήγησε μεγάλες μάζες Ποντίων να χάσουν την εθνική τους συνείδηση και να αφομοιωθούν με τους ντόπιους, όπως συνέβη στην περιφέρεια Μαριανούπολης.

Κατά το ίδιο τρόπο βέβαια, ο ελληνικός πολιτισμός θα επιδράσει στον τοπικό πληθυσμό, εισάγοντας κι εκεί την αγάπη των Ελλήνων προς τις τέχνες και τις επιστήμες, και την κλίση προς τη μεταλλουργία, τη γεωργία και το εμπόριο. Αξίζει να σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι το πρώτο τυπογραφείο στην Τυφλίδα της Γεωργίας ίδρυσε ο Έλληνας Πόντιος Μιχάλης Στεφάνου, ενώ Έλληνες ήταν αυτοί που μετέτρεψαν σε παραγωγικές τεράστιες χέρσες και έρημες εκτάσεις της περιοχής.

Τα κύματα των φυγάδων όμως θα εξακολουθήσουν κατά καιρούς, και αυτή τη φορά θ διατηρήσουν της εθνική τους συνείδηση.

Μεταξύ τους θα είναι κι ένα κύμα το 1828, όταν πολλοί κάτοικοι της Χαλδείας και Ερεζούπολης θα ακολουθήσουν των ρωσικό στρατό και θα εγκατασταθούν στην περιοχή της Τυφλίδας, ιδρύοντας 43 ελληνικά χωριά ( τα οποία θα αποκληθούν χωριά της Τσάλκας).

Επίσης, μετακίνηση θα σημειωθεί μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1855-1856), ενώ μεγάλο ρεύμα θα σημειωθεί το 1878 (μετά τον τελευταίο Ρωσοτουρκικό πόλεμο), καθώς θα μετακινηθούν όλοι σχεδόν οι Έλληνες κάτοικοι της επαρχίας Θεοδοσιούπολης ( Ερζερούμ), όπου απέμειναν μόνο 4.000. Έτσι, το 1886-1887 θα σχηματιστούν 75 νέα ελληνικά χωριά στην περιφέρεια του Καρς και πολλά άλλα στις περιφέρειες Αικατερινοντάρ, Κουταϊδας, Σότσιας, Μαϊκόπ, Σόχουμ και Βατούμ. Τέλος, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Από τους 700.000 Πόντιους της Τυφλίδας (όπως αναγνωρίζονταν 1912 από την κυβέρνηση του Κιαμίλ πασά που τους έδωσε 7 βουλευτικές έδρες, δηλαδή 1 βουλευτή ανά 100.000 κατοίκους), θα μετακινηθούν στον Καύκασο και την άλλη Ρωσία 150.000 Πόντιοι, ενώ 85.000 άλλοι θα καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα, την Αμερική κ.α. Έτσι, όταν αργότερα, ο βαρύς άνεμος του μπολσεβικισμού θα ξεριζώσει ρωσικό πολιτισμό δέκα αιώνων, θα στείλει στην Ελλάδα και τους Πόντιους πρόσφυγες της νότιας Ρωσίας.

Γενικά, από τα 2.000.000 κατοίκους του Πόντου του 1912, οι 700.000 θα είναι Έλληνες, 147.000 Αρμένιοι (οι οποίοι μετά την καταστροφή του 1915 θα μείνουν μερικές εκατοντάδες αντρών και ελάχιστες χιλιάδες γυναικόπαιδων) και 1.040.000 μωαμεθανοί, από τους οποίους 426.000 θα είναι Τούρκοι και Τατάροι, και οι υπόλοιποι Κιρκάσιοι, Λάζοι, Σάννοι, Γιουρούκοι, Κούρδοι, Αβασγοί, Με-σοχαλδηνοί, Γεωργιανοί (Ίβηρες), Κιζιμπάσηδες (Ερυθίνοι) κ.ά.

Κατά τις στατιστικές των μητροπόλεων, εξάλλου, του 1919, οι Πόντιοι που θα εξαφανιστούν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα είναι 232.000, που σκοτωθούν ή θα πεθάνουν κατά τους διωγμούς ή τους εκτοπισμούς ( συνολικά θα εκτοπιστούν 300.000, από τους οποίους θα σωθούν μόνο 30.000, θα καταγραφούν δε 783 από τα 1.111 χωριά του Πόντου), ενώ δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις απώλειες των στρατολογημένων.

Κατά την ανακωχή, ο Ελληνισμός του Πόντου περιλαμβάνει 318.000 ψυχές (στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι διαφυγόντες στη Ρωσία και αλλού). Οι διωγμοί που θα ακολουθήσουν όμως, θα μειώσουν τρομερά τον αριθμό αυτό, ενώ μέχρι το 1924 θα βρούν το θάνατο άλλοι 50.000 Πόντιοι.

Γενικά, οι ανθρώπινες απώλειες των Ποντίων στο διάστημα 1914 – Μάρτιος 1924, είναι 353.000 δολοφονημένοι, ή εκτελεσμένοι στην κρεμάλα.


Η Μικρασιατική Καταστροφή

Επιμέλεια : Κώστας Φωτιάδης