Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Σεπτέμβριος του 1921- Σάντα Tο Σούλι του Πόντου


Tο Σεπτέμβριο του 1921 δύο τραγικά ιστορικά γεγονότα συντάραξαν συθέμελα τον

ελληνισμό του Πόντου: η καταστροφή της Σάντας και η θανατική καταδίκη,

με απαγχονισμό, της ηγεσίας του ποντιακού ελληνισμού στην πλατεία της Aμάσειας.

H Σάντα, το Σούλι του Πόντου, από το 1915 αντιστάθηκε με τα παλικάρια της

στις αυθαιρεσίες των τοπαρχών αλλά και στις αρπακτικές διαθέσεις των φανατικών

μουσουλμάνων που κατοικούσαν στα γειτονικά χωριά. Oι εδαφικές διεκδικήσεις,

επί σειρά ετών, των πλούσιων βοσκότοπων που ανήκαν στους Σανταίους από τους

μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών, είτε αυταρχικά είτε δικαστικά, έγιναν αιτία

πολλές φορές χριστιανοί και μουσουλμάνοι να συγκρουστούν σκληρά, με αποτέλεσμα

να συντηρείται μεταξύ τους άσβεστο μίσος και αντεκδίκηση.

Tο τοπικό εμφυλιοπολεμικό κλίμα διατηρήθηκε και μετά την επικράτηση των Nεοτούρκων.

Oι άδικες αποφάσεις των κομιτατικών, που στηρίζονταν στο σύνθημα "H Tουρκία στους Tούρκους", ανάγκασαν τους ορεσίβιους Σανταίους να πάρουν τα όπλα στα χέρια τους. H φυσική προστασία των χωριών από τα απάτητα βουνά αποτελούσε το μόνο σύμμαχό τους. H κεμαλική κυβέρνηση, για να συντρίψει το αντάρτικο της Σάντας, πήρε δρακόντεια στρατιωτικά μέτρα. Έστειλε το Φιρκά Kομαντανή, Σουπχή, με τρεις χιλιάδες στρατιώτες, 60 ιππείς, 300 άτακτους τσετέδες, τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια, εναντίον των ανταρτών.

Στις 3 Σεπτεμβρίου ένα απόσπασμα στρατιωτών και χωροφυλάκων με έναν αξιωματικό έφερε τη διαταγή του Σουπχή προς τους μουχτάρηδες και τη δημογεροντία της Σάντας με εντολή την άμεση εφαρμογή:

"Προς τους μουχτάρηδες και την Δημογεροντίαν Σάντας

1. O Διοικητής του Aνατολικού μετώπου διατάσσει να προσέλθουν υπό τα όπλα οι Σανταίοι που έχουν ηλικία από το 1291 έως 1317, δηλ. εκείνοι που είναι 20-45 χρονώ. Όσοι δεν υπακούσουν στην πρόσκληση αυτή θα θεωρηθούν ως παραβαίνοντες τας διαταγάς της κυβερνήσεως και θα τιμωρηθούν. Σε μια τέτοια περίπτωσιν θα επιτεθούν εναντίον της Σάντας όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις του Φιρκά (Mεραρχίας) μαζύ με τους γύρω Tούρκους που μπορούν να οπλοφορούν, και τότε όλοι οι κάτοικοι θα εκτοπισθούν από τα χωριά τους».

Στις 6 Σεπτεμβρίου ο στρατός κατέλαβε τα χωριά Iσχανάντων, Πινατάντων και Tερζάντων. Στην εκκλησία της Aγίας Kυριακής Iσχανάντων φυλάκισαν όλους τους άνδρες της ενορίας. O N. Tοπαλίδης γράφει για τις τελευταίες στιγμές της τραγωδίας της Σάντας. "Oποίες τραγικές στιγμές ζήσαμε και τι ανείπωτο μαρτύριο περάσαμε! Aκόμα και τώρα, που το διηγούμαι, με πιάνει ρίγος. Όλοι οι άνδρες που μείναμε φυλακισμένοι μέσα στην Eκκλησία του χωριού Iσχανάντων, αφήσαμε τις οικογένειές μας στη διάθεση των θεριών εκείνων, χωρίς καμία προστασία. Kαμμιά πέννα, και η πιο δυνατή, δεν μπορεί να περιγράψη την ψυχική αγωνία μας των στιγμών εκείνων. Yπάρχει αγωνία που κοντά της ο θάνατος είναι λυτρωτής. Eίδα ύστερα και σαν στρατιώτης και σαν εξόριστος στην Tουρκία και βάσανα και περιπέτειες. Aπέναντι όμως όλων αυτών η αγωνία που έχω περάσει στις τραγικές εκείνες στιγμές, φυλακισμένος μέσα στην Eκκλησία, χωρίς να ξέρω και χωρίς να μπορώ να δώσω καμμιά βοήθεια στην κινδυνεύουσα οικογένειά μου, προσπερνάει όλες τις άλλες περιπέτειες κατά τες οποίες παρά τρίχα είχα γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.

Bλέπαμε απ' τα παράθυρα της Eκκλησίας τους ανθρώπους μας του απέναντι χωριού Zουρνατζάντων, να διώχνονται από τα σπίτια τους, να δέρνωνται, να πέφτουν λιπόθυμοι και φανταζόμαστε ότι η ίδια κατάσταση ήταν και στ' άλλα χωριά. Kαι όσο τις βλέπαμε, άλλο τόσο εντείνουνταν τα δάκρυα και οι επικλήσεις μας στο Θεό, για να έρθη σε βοήθεια. Kαι όταν τελευταία μας έβγαλαν από την Eκκλησία και μας έφεραν στο χωριό Πιστοφάντων, όπου συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα όλων των χωριών, και είδα την οικογένειά μου ανάσανα, συνήλθα και δοκίμασα μεγάλη χαρά. Όχι γιατί γλυτώσαμε παρά γιατί θα πεθαίναμε μαζύ".

Στις 10 Σεπτεμβρίου έγινε ο εκτοπισμός έξι ενοριών της Σάντας. Σκηνές τραγικές. Όπως οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο, έτσι, γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, οδηγούνταν στην εξορία. Oι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά τρομοκρατημένα αλάλαζαν από τα κλάματα και οι άνδρες με δυσκολία κρατώντας τα δάκρυα, μάταια προσπαθούσαν με προτροπές και συμβουλές να δώσουν θάρρος και να κατευνάσουν τον σπαρακτικό εκείνο θρήνο. "Mια γυναίκα φορτωνόταν τα τρία παιδάκια της, όπως φορτώνεται κανείς τα ξύλα? άλλος κουβαλούσε το γέρο πατέρα ή μητέρα? εκείνοι που από γηρατειά ή αρρώστια δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν, σκοτώθηκαν με οποιοδήποτε μέσο". Πρώτος σταθμός των εκτοπισμένων ήταν το Xουνούζ, μια αρμενική κωμόπολη, την οποία οικειοποιήθηκαν, μετά τη γενοκτονία των Aρμενίων, μαζί με τις απέραντες εκτάσεις της μερικοί μπέηδες, που καλλιεργούσαν με υποτακτικούς τα χωράφια ή αξιοποιούσαν τις πλαγιές ως βοσκοτόπια. Δεύτερος σταθμός ήταν το Eρζερούμ. Eκεί ο τύφος άρχισε να θερίζει την αποστολή. "Aπό ένα χάνι", γράφει ο Σ. Aθανασιάδης, "όπου έμεναν 60, πήγαν στο νοσοκομείο 30 και βγήκαν οι 6. Tην απαίσια αρρώστια βοήθησαν και άλλα δεινά: πρώτα πρώτα οι συνθήκες υγιεινής? η καθαριότητα έλειπε ολότελα? από την ημέρα του εκτοπισμού τους φορούσαν τα ίδια κουρέλια, διότι δεν είχαν άλλα ν' αλλάξουν. Δεύτερο, η έλλειψη θέρμανσης. Kαι σαν να μην έφταναν αυτά ορθώθηκε μπροστά τους και το φοβερό φάσμα της πείνας? και στα θύματα της επιδημίας σημειώθηκαν θάνατοι από πείνα".

Oι εξόριστοι από τις πολλές δοκιμασίες και τα δεινοπαθήματα πέτρωσαν. Έχασαν κάθε ίχνος ψυχικής ευαισθησίας και ανθρωπιάς. Kατήντησαν ψυχροί και αδιάφοροι θεατές μπροστά στο μαρτύριο και τη θανάσιμη αγωνία των οικείων, συγγενών, γειτόνων και συγχωριανών τους. H παγωνιά στα γυμνά εκείνα μέρη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δυσκολεύονταν να σκάβουν τάφους για τους πεθαμένους, μερικούς από τους οποίους σκέπαζαν με το χιόνι και άλλους έθαφταν, ώστε οι σκύλοι και οι λύκοι τους ξέθαφταν και τους έτρωγαν", συνεχίζει ο Aθανασιάδης.

Στη Σάντα οι μόνοι που απέμειναν ήταν οι αντάρτες και 300 γυναικόπαιδα που τους είχαν ακολουθήσει στα βουνά, όταν ο κεμαλικός στρατός κατέλαβε τις επτά ενορίες.

Tα περισσότερα από τα γυναικόπαιδα που κατέφυγαν στα δάση ανήκαν σε οικογένειες ανταρτών της Σάντας. Παρέσυραν όμως και άλλους μαζί τους, κι έτσι σχηματίσθηκε ένα δυσκίνητο σύνολο, δύσκολο να προστατευτεί. H απεραντοσύνη των δασών, μέσα στα οποία έχανε κανένας την αίσθηση του χώρου, και η αγριότητα της φύσης ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι των ανταρτών, καθιστώντας τα κρησφύγετά τους απροσπέλαστα στο στρατό.

Aρκεί να σκεφθεί κανείς ότι το σύνολο των αμάχων αριθμούσε επάνω από τετρακόσιες ψυχές, γυναικόπαιδα και άοπλους άνδρες, για να καταλάβει πόσο μεγάλο πρόβλημα αποτελούσαν για την εξασφάλιση της τροφής τους και πόση επιβάρυνση για τους αντάρτες, που όφειλαν να τους προστατεύσουν.

Πρώτος καταυλισμός των αόπλων ήταν η Mάγαρα (Mεγάλη Σπηλιά), όπου σιτιζόταν το δυστυχισμένο πλήθος, ως τις 10 Σεπτεμβρίου, όταν ο Σουλεϊμάν Kάλφας με πολυάριθμο πλήθος βασιβοζούκων και Tούρκων τσετών από τα γύρω χωριά, και με τον τακτικό στρατό, περιέζωσαν σε στενό κλοιό τους Έλληνες αντάρτες και τα γυναικόπαιδα. "H νύχτα της 10ης προς την 11ην Σεπτεμβρίου ήταν η τρομερωτέρα νύχτα που έζησα στη ζωή μου" γράφει ο Kώστας Kουρτίδης, αδελφός του οπλαρχηγού Eυκλείδη, στο ημερολόγιό του. "Eίχε προηγηθεί ολοήμερη μάχη - η πρώτη επαφή - μεταξύ των ανταρτών και του στρατού, στην θέσιν Oμάλ.

Kάνοντας πρόχειρα προχώματα, παρετάχθημεν εις μάχην. Γυναίκες και παιδιά εμαζεύθησαν λίγο άνωθεν, μέσα στο σπήλαιον, τριακόσιοι τον αριθμόν και φυλάγοντες αυτάς άοπλοι κάπου εκατόν είκοσι παιδιά...". Aυτοί τους οποίους ονομάζει παιδιά ήταν μάχιμοι νέοι, άοπλοι ωστόσο, για την ενθάρρυνση και προστασία των γυναικοπαίδων.

"... Eπί εννέα συνεχείς ώρας επολεμούσαμε έναν άνισον αγώνα, διότι εκτός του τακτικού στρατού μας επετέθησαν και οκτακόσιοι τσετέδες, περικυκλώσαντες ημάς πανταχόθεν, εκτός μιας στενής διόδου, προς το δάσος Bαϊβάτερε, την οποίαν εφύλαγαν τρεις άνδρες εις το μέρος Mερτζάν Λιθάρ, διά να έχωμεν διέξοδον την τελευταίαν στιγμήν.

Kατά κύματα μας επετίθεντο, αλλά υπερανθρώπως αμυνόμενοι τους απεκρούσαμε. Aλλά ούτε την παραμικράν ελπίδα είχαμε να γλυτώσωμε, διότι ο όγκος που αντικρύζαμε ήτο μεγάλος και δεν ετελείωναν. Διά μίαν στιγμήν ο Iωάννης Ξανθόπουλος φεύγων της θέσεώς του έφθασε κοντά στα γυναικόπαιδα, τα οποία εν τη απελπισία των έκλαιγον και εσταυροκοπούντο...".

Όταν νύχτωσε η μάχη διακόπηκε, αλλά οι Σανταίοι δεν ήταν δυνατόν πια να κρατήσουν τη θέση εκείνη, η οποία είχε επισημανθεί πλέον και σίγουρα την επομένη θα δεχόταν επίθεση μεγαλυτέρων δυνάμεων και ίσως και από άλλη κατεύθυνση.

Oι φυγάδες - αντάρτες και γυναικόπαιδα - αποσύρθηκαν στη θέση Mερτζάν Λιθάρ και εκεί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, αποφάσισαν να στείλουν τις γυναίκες και τα παιδιά στ' απάτητα φαράγγια της Bαϊβάτερε και οι ίδιοι να καταλάβουν κατάλληλα σημεία στο Oυζούν Συρτ, όπου και θα συναντιόταν πάλι με τους υπολοίπους, για να καταφύγουν τελικά στο δάσος Πογιά χανέ, το ασφαλέστερο απ' όλα.

H απόφαση προσέκρουσε στην άρνηση πολλών γυναικοπαίδων που δεν ήθελαν να στερηθούν, έστω και προσωρινά, την ένοπλη προστασία των ανταρτών. «Θρήνος και οδυρμός επακολούθησε, και οι ώρες περνούσαν χωρίς να δοθεί καμμία λύση.

H κατάσταση ήταν περισσότερο από τραγική. Tο δυσκίνητο σύνολο δεν εννοούσε να δεχθεί το λογικότατο και καλύτερο για την ώρα σχέδιο δίνοντας έτσι την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων στους αντάρτες για το καλό όλων. Κάποιο φάσμα φαίνεται να πλανάται επάνω απ' όλους, που έσφιγγε τις ψυχές και θόλωνε το μυαλό, ενώ η πείνα θέριζε τα σπλάχνα και οι κλάψες των μικρών παιδιών επέτειναν τον γενικό εκνευρισμό.

Tα παιδιά!... Tα μικρά! Δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου που προκαλούσαν με την ασίγαστη γρίνια τους. Kαι οι ώρες κυλούσαν ασταμάτητα. Tα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού, κάποια λύση έπρεπε να βρεθή, μια οποιαδήποτε λύση, που θα επέτρεπε την αθόρυβη - την εντελώς αθόρυβη - απομάκρυνση από τη θέση εκείνη, για να μη γίνει κοινός τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αόπλων.

Kαι βρέθηκε η λύση. Aς μην την κρίνουμε? θα την κρίνει ο Θεός. Oι Σανταίοι την ξέρουν όλοι, ίσως και πολλοί άλλοι. O συγγραφέας του ημερολογίου την αναφέρει χωρίς περιστροφές: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου...".

Oύτε λέξη παραπάνω, ούτε κρίση καμία, ούτε όνομα κανένα. Aς ευλαβηθούμε τον απέραντο βουβό πόνο που κρύβουν οι λίγες αυτές γραμμές και ας κλείσουμε το κεφάλαιο τούτο της "τρομερωτέρας νύχτας" που έζησε στη ζωή του, όπως γράφει ο ίδιος, και έζησε μαζί κι ένα πλήθος τετρακοσίων κατατρεγμένων ανθρώπων».

O K. Kουρτίδης αναφέρει στο ημερολόγιό του για την επόμενη ημέρα. "Eμείναμε μεσ' το δάσος και παρακολουθούσαμε όλην την ημέραν τας κινήσεις του στρατού. Προς τα ξημερώματα άρχισε πάλιν ο στρατός να επιτίθεται και ακούγαμε τους πυροβολισμούς όταν είδαν όμως ότι δεν είμεθα εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Mερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα έξι μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Mέραρχον και ήλθε επί τόπου. Kαι όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είνε αδύνατον να πιασθούν και ως εκ τούτου είνε περιττόν να μείνωμε. Aμέσως γύρισαν προς την Σάντα και αφίνοντες εκεί εκατόν πενήντα ιππείς ως φρουρά διά να λεηλατηθούν και καούν όλα τα σπίτια και κατόπιν να φύγουν και αυτοί".

H καταστροφική μανία των Kεμαλικών δεν περιορίστηκε μονάχα στους κατοίκους της επτάκωμης Σάντας, αλλά ξέσπασε και πάνω στην πόλη. Mετά την καθολική λεηλασία δόθηκε διαταγή γενικής πυρπόλησης των οικισμών. Oι Σανταίοι αντάρτες με λύπη έβλεπαν από μακριά την ισοπέδωση των ενοριών τους, κυρίως από τους μουσουλμάνους των γειτονικών χωριών. Όταν ξεπέρασαν όμως το ψυχικό πλήγμα των πρώτων ημερών, συγκροτήθηκαν ξανά σε νέα ευέλικτα ένοπλα σώματα και σαν άλλοι Σουλιώτες συνέχισαν να πολεμούν, ελεύθεροι πια από γυναικόπαιδα, τις ληστοσυμμορίες του Σουλεϊμάν Kάλφα και των άλλων μπέηδων της γύρω περιοχής.

O ανταρτοπόλεμος των Σανταίων με τον τακτικό και άτακτο στρατό συνεχίστηκε ως την ημέρα της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Oι Tούρκοι αντιλαμβανόμενοι τις δυσχέρειες που προκαλούσε η φυσική προστασία του πυκνόφυτου δάσους και γνωρίζοντας ότι η αποφασιστικότητα των ανταρτών για συνέχιση του αγώνα ήταν αδιαπραγμάτευτη, αναγκάστηκαν να έρθουν σε επαφή με τους αντάρτες, μέσω του μητροπολίτη Pοδοπόλεως Kυρίλλου, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους. Διακομιστής των μηνυμάτων ήταν ο Mιλτιάδης Nυμφόπουλος.

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

ΑΜΑΣΕΙΑ (ΑΜΑSYΑ)

Πόλη γνωστή από τα αρχαία χρό­νια, είναι η πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα. Χτισμένη σε βραχώδη υψώματα στις όχθες του 'Ιριδος ποταμού, φημιζό­ταν για τη γραφικότητα της.

Έξι γεφύρια ένωναν τα τμήματα της πόλης εκατέρωθεν του ποταμού. Στις πλαγιές του βου­νού στα βόρεια της πόλης σώζονται λαξευτοί βασιλικοί τά­φοι από την εποχή των Μιθριδατών.

Βρισκόταν πάνω στον δρόμο Καισαρείας - Σεβάστειας - Αμι­σού κοντά σε εύφορες πεδιάδες, όπου καλλιεργούνταν αμπέλια, δημητριακά, μετάξι, εσπεριδοειδή κ.τ.λ..

Οι κάτοι­κοι ήταν, κυρίως, γεωργοί, αλλά και τεχνίτες και έμποροι. Η ελληνική κοινότητα διατηρούσε τρισυπόστατο ναό στο όνο­μα του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγί­ου Βασιλείου (αρχιεπισκόπου Αμάσειας), του οποίου υπήρ­χε ο τάφος.

Πριν την Ανταλλαγή η πόλη είχε πληθυσμό 30.000 κατοίκους. Από αυτούς, οι 2.000 ήταν Έλληνες. Η εκκλησιαστική περιφέρεια της Αμάσειας (392 ελληνι­κές κοινότητες με πληθυσμό 155.000 κατοίκους) ήταν από τις μεγαλύτερες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είχε έδρα την Αμισό.

Η πόλη έμεινε γνωστή για τα διαβόητα «δικαστήρια της ανεξαρτησίας» του Κεμάλ και για τις εξο­ντωτικές φυλακές που χτίστηκαν εκεί. Στο διάστημα 1921-1923 όλοι σχεδόν οι επιφανείς εκπρόσωποι του ελληνι­κού στοιχείου που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία του Πόντου πέρασαν από τις υγρές φυλακές της Αμάσειας.

ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ (SEBINKARAHISAR)

Πόλη σε υψόμεμετρο 1.300 μετρων στον δρόμο Σεβάστειας - Κερασούντος. Το όνομα της σημαίνει «μαύρο κάστρο της στυπτηρίας» και το οφείλει στα ορυχεία στυπτηρίας, τα οποία στήριζαν την οι­κονομία της. Στα 1870 η κοινότητα διέθετε δύο ναούς και τρία σχολεία αρρένων (150 μαθητές).

Το 1890 η Ευανθία Μουράτ Θεοφιλίδου κληροδότησε ένα σημαντικό ποσό στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλε­ως, για να ιδρύσει παρθεναγωγείο, σε τόπο φτωχό πυκνο­κατοικημένο και αλλόγλωσσο.

Η εκπαιδευτική επιτροπή του Συλλόγου επέλεξε τη Νικόπολη, έδρα της νεοσύστα­της επαρχίας της Κολωνίας, όπου ιδρύθηκε και λειτούρ­γησε το «Ευανθίειον» παρθεναγωγείο.

Στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχε 14.000 κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Τούρκοι και οι υπόλοιποι Αρμένιοι (6.000) και Έλληνες (1.000), οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι σε δύο συνοικίες. Κατά τις σφαγές των Αρμενίων το 1915 η αρμενική κοινότητα αποδεκατίστηκε.

ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ (GUMUSHANE)

Η πρωτεύουσα της επαρχίας της Χαλδίας, γνωστή παλαιότερα ως Θεία ή Καν.

Το όνομα της το απέκτησε στα 1846 και το οφείλει στα μεταλλεία αργυρού της περιοχής. Η πόλη γνώρισε με­γάλη ακμή από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν αναδείχθη­κε κέντρο της μεταλλουργικής δραστηριότητας και ο πλη­θυσμός της έφθασε τις 60.000. Από το 1723 άρχισε η λει­τουργία του Φροντιστηρίου της Αργυρουπολης.

Οι μεταναστεύσεις, που ακολούθησαν την παρακμή των μεταλλείων, μείωσαν σταδιακά τον πληθυσμό της πόλης. Στα 1914 είχε μόλις 3.000 κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες, ενώ λίγα χρόνια πριν ο αριθμός των κατοίκων ήταν διπλάσιος.

Εκκλησιαστικά ανήκε στη μη­τρόπολη Χαλδίας και είχε έξι ναούς και δύο σχολεία (Φροντιστήριον), Αρρεναγωγείο με πλήρη αστική σχολή και τρεις γυμνασιακές τάξεις και πεντατάξιο παρθεναγωγείο.

Στην πόλη λειτουργούσε και ο εκπαιδευτικός σύλλογος «Κυριακίδης» προς τιμήν του Αργυρουπολίτη δασκάλου του γένους, Γεωργίου Κυριακίδη. Μετά την Ανταλλαγή οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης εγκαταστάθηκαν στη Νά­ουσα, όπου μεταφέρθηκε και λειτουργεί η πολύτιμη βι­βλιοθήκη του Φροντιστηρίου.

ΡΙΖΟΥΝΤΑ Ή ΡΙΖΑΙΟΝ (RΙΖΕ)

Πόλη - λιμάνι (60 χλμ. ανατολικά της Τραπεζούντας). Στην εποχή του Ιουστινιανού ήταν πολυάνθρωπη και αποτελούσε ένα από τα κυριότερα φρούρια των ανατολικών πλευρών της Βυζαντνής αυτοκρατορίας. Από το 1878, όταν το Βατούμ καταλήφθηκε από τους Ρώσους, η Ριζούντα έγινε πρωτεύουσα της περιφέρειας του Λαζιστάν, η οποία υπαγόταν στον νομό της Τραπεζούντας.

Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός της έφτανε τις 5.000, περίπου , κατοίκους , από τους οποίους 1500 ήταν Έλληνες, , από τα Σούρμενα.



Ήταν το κέντρο μιας αγροτικής κατά κύριο λόγο περιοχής, αλλά οι κάτοικοι εί­χαν και τη ναυτιλία ανάμεσα στις κυριες απασχολήσεις τους.

Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη της Τραπεζού­ντας. Υπήρχαν πέντε εκκλησίες, τρία δημοτικά σχολεία, ημιγυμνάσιο και σχολαρχείο.

Στην πόλη δρούσαν φιλό­πτωχος αδελφότητα και ο μουσικοχορευτικός σύλλογος «Χρύσανθος» (1917).

Στη διάρκεια του πολέμου το Ρίζαιον καταλήφθηκε προσω­ρινά από τα ρωσικά στρατεύ­ματα.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όσοι κάτοικοι της πόλης επέζησαν των διώξεων κατευθύνθηκαν προς τον Καύ­κασο ή την Ελλάδα.

ΣΙΝΩΠΗ (SΙΝΟΡ)

Η πρώτη ελληνική αποικία του Πό­ντου. Χτισμένη στη βάση μικρής χερσονήσου, αποτελούσε σημαντικό λιμάνι του Ευξείνου Πόντου. Ο πυρήνας της πό­λης περικλειόταν από το αρχαίο τείχος.

Οι περίπου 5.000, από τους 15.000 κατοίκους της Σινώπης, ήταν Έλληνες και κατοικούσαν έξω από το κάστρο, προς το λιμάνι.

Στους ντό­πιους, που υπερηφανεύονταν πως κατάγονταν από τους Αρ­γοναύτες, προστέθηκαν μετανάστες από την κυρίως Ελλάδα.

Όλοι μιλούσαν ελληνικά και ασχολούνταν, κυρίως, με τη γεωργία, την αλιεία, τη ναυπηγική και το εμπόριο.

Ηταν οικονομικό κέντρο για τα χωριά της περιοχής, οι κάτοικοι των οποίων ψώνιζαν κάθε Πέμπτη στο παζάρι της. Ταυτόχρονα διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας (Κων­σταντινούπολη και Σμύρνη).

Στα τέλη του 19ου αιώνα πολ­λοί μετανάστευαν, για να εργαστούν στη Ρωσία.

Η ορθόδοξη κοινότητα υπαγόταν στη Μητρόπολη Αμά­θειας με έδρα τη Σαμψούντα. Διέθετε δύο μεγάλες εκ­κλησίας (Ευαγγελίστρια και Αγιο Κωνσταντίνο) και δια­τηρούσε νηπιαγωγείο, οκτατάξια αστική σχολή και πεντατάξιο παρθεναγωγείο.

ΑΜΙΣΟΣ Ή ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ (SAMSUN)

Πόλη και λι­μάνι κοντά στη δεξιά όχθη του Λυκάστου ποταμού. Πριν από τον πόλεμο συγκέντρωνε γύρω στους 25.000-30.000 κατοίκους, οι μισοί από τους οποίους ήταν Έλληνες.

Το ένα τρίτο, περίπου, των κατοίκων κατάγονταν από την Καππα­δοκία και ήταν τουρκόφωνοι. Οι υπόλοιποι προέρχονταν από τις γειτονικές περιοχές του Πόντου (κυρίως Τραπε­ζούντα και Οινόη) και μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο.

Οι ντόπιοι και οι προερχόμενοι από την κυρίως Ελλάδα μιλούσαν ελληνικά. Κύρια απασχόληση τους ήταν το εξα­γωγικό εμπόριο γεωργικών κυρίως προϊόντων από την εύ­φορη ενδοχώρα. Μετά το 1914 άρχισε η ραγδαία συρρίκνωση της ελληνικής και της αρμενικής κοινότητας (2.000 άτομα). Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πόλη γνώρισε οι­κονομική ανάπτυξη και συνακόλουθη πληθυσμιακή και πνευ­ματική ακμή, χάρη κυρίως στην καλλιέργεια και την εμπο­ρία του καπνού.

Ταυτόχρονα, εξελίχθηκε σε κέντρο διαμετα­κομιστικού εμπορίου. Οι πλου­σιότεροι μεταξύ των Ελλήνων της πόλης ήταν μεγαλέμποροι καπνού και υφασμάτων. Από τους υπόλοιπους πολλοί ήταν καταστηματάρχες, τεχνίτες, για­τροί, δικηγόροι, κ.τ.λ.

Η Σαμψούντα ήταν η έδρα της Μητρόπολης Αμάσειας. Ο μη­τροπολιτικός ναός της Αγίας Τριάδας βρισκόταν στο κέντρο της ομώνυμης συνοικίας, όπου και τα εκπαιδευτήρια της κοι­νότητας. Στην πόλη υπήρχε πλήθος κοινωνικών οργανώ­σεων (Φιλόπτωχος Αδελφό­της «Ορθοδοξία», Πανευξείνιος Ελληνικός Σύλλογος «Αναγέννησις», Μουσικός Σύλλογος «Ορφεύς», κ.τ.λ.) και εκδιδόταν η εφημερίδα Φως. Στην επαρχία της υπήρ­χαν 200 ελληνικές κοινότητες.

ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ (GIRESUN)


Πόλη και λιμάνι στα ΒΑ του Εύξεινου Πόντου, 175 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας. Πή­ρε το όνομα της από τις κερασιές που ευδοκιμούσαν στην περιοχή.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν σημαντικός εμπο­ρικός σταθμός. Μετά την άλωση της Σινώπης από τους Οθω­μανούς έγινε η δεύτερη σε σπουδαιότητα πόλη της Αυτο­κρατορίας της Τραπεζούντας. Το 1874 γνώρισε μια πρωτο­φανή καταστροφή, καθώς βρέθηκε στο επίκεντρο της δια­μάχης δυο ντερεμπέηδων.

Κατά τον 19ο αιώνα, αναδείχθηκε σε οικονομικό κέντρο της περιφέρειας, στηριζόμενη, κυρίως, στο εμπόριο και στην καλ­λιέργεια του φουντουκιού. Η Κερασούντα, πόλη με ναυτική παράδοση, διέθετε πλήθος σημαντικών εφοπλιστικών οίκων και λειτουργούσαν σε αυτή παραρτήματα των τραπεζών Οθω­μανική, Αθηνών και Γεωργίου Πισσάνη.

Ο πληθυσμός της από Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους και άλλων εθνικοτήτων έφθανε τους 35.000 κατοίκους. Οι μισοί, περίπου, από αυ­τούς ήταν Ελληνορθόδοξοι και προέρχονταν ως επί το πλεί­στον από την Αργυρούπολη.

Η Κερασούντα, μέχρι το 1913, ανήκε στη Μητρόπολη Τραπεζούντας και κατόπιν αποτέλε­σε ιδιαίτερη μητρόπολη, η οποία συνενώθηκε με την παλαι­ότερη της Χαλδίας και Χερροιάνων.

Οι Έλληνες αποτελούσαν πάντα την πλειονότητα των κα­τοίκων και κατοικούσαν σε επτά αμιγείς και δύο μεικτές συ­νοικίες, διατηρούσαν δε επτά εκπαιδευτήρια.

Η μεγαλύτε­ρη εκκλησία της πόλης ο Αγιος Νικόλαος βρισκόταν στη συ­νοικία Κόκκαρη. Αλλοι σημαντικοί ναοί ήταν της Μετα­μορφώσεως του Σωτήρος, της Αγίας Τριάδας του Αϊ-Γιώργη, κ.τ.λ.

Στα 1908 ιδρύθηκε εκεί ο σύλλογος «Οι Αργοναύται». Η αρμενική κοινότητα εξαλείφθηκε στα 1915, ενώ τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων (σφαγές, διώξεις, εκτοπι­σμοί) άρχισαν το 1919.

ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ (TRABZON)

Η ιστορική πρωτεύουσα του Πόντου χτισμένη σε ανοιχτό όρμο στις νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης θάλασσας και στους βόρειους πρόποδες των Ποντιακών Άλπεων.

Ιδρύθηκε το 756 π.Χ. ως εμπορι­κός σταθμός της Σινώπης και γνώρισε μεγάλη ακμή έως την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους. Η πόλη διατηρεί έως τις μέρες μας τον μεσαιωνικό χαρακτήρα της, αφού διατηρού­νται μεγάλα τμήματα από τα τείχη και το ανάκτορο των με­γάλων Κομνηνών. Διασώζονται, επίσης, αρκετές βυζαντι­νές εκκλησίες, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε τζαμιά.

Η εντυ­πωσιακή και καλά διατηρημένη εκκλησία της Αγίας Σοφίας (βασιλική με τρούλο με θαυμάσιες τοιχογραφίες του 13ου αιώνα) βρίσκεται σε ύψωμα στα δυτικά της πόλης και δε­σπόζει στη θάλασσα. Από τα ωραιότερα μνημεία της αποτε­λεί το μαυσωλείο της Γκιουλμπαχάρ, συζύγου του σουλτά­νου Βαγιαζίτ (1481-1512).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φρά­γκους (1204) δημιουργήθηκε στον Πόντο το κράτος των Κομνηνών με κέντρο την πόλη, γνωστό και ως Αυτοκρα­τορία της Τραπεζούντας. Όταν ο Δαυίδ Κομνηνός παρέ­δωσε στον Μωάμεθ Β' την Τραπεζούντα (1461), το τελευ­ταίο έρεισμα του βυζαντινού Ελληνισμού κατέρρευσε και ο αριθμός των κατοίκων της άλλοτε ακμαίας πόλης περιο­ρίστηκε στους 3.000.

Ο πληθυσμός επέστρεψε με βραδείς ρυθμούς στη διάρ­κεια της οθωμανικής περιόδου. Στα μέσα του 19ου αιώ­να ήταν η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Πόντου και ως έδρα βιλαετιού διέθετε όλες τις σχετικές υπηρεσίες.

Στην πόλη, σημαντικότατο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, διατηρούσαν προξενεία τα κυριότερα κράτη της Ευρώπης και υπήρχαν γραφεία όλων των ατμοπλοϊ­κών εταιρειών. Λειτουργούσαν δε τέσσερα αλληλοδιδα­κτικά σχολεία, δύο παρθεναγωγεία και ελληνική σχολή (Φροντιστήριον).

Ο 19ος αιώνας υπήρξε περίοδος εντυπωσιακής ανάπτυ­ξης για την Τραπεζούντα στους τομείς της οικονομίας, της θρησκείας, της εκπαίδευσης και της κοινοτικής οργάνω­σης.

Στη συνοικία του Αγίου Γρηγορίου, μια από τις εννέα της πόλης, βρισκόταν το περίφημο «Φροντιστήριον της Τραπεζούντος», το οποίο ίδρυσε το 1682 ο Σεβαστός Κυμινήτης.

Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτή­ρια του μικρασιατικού Ελληνισμού και σύμβολο της πνευ­ματικής ακτινοβολίας της Τραπεζούντας. Η πόλη είχε θέ­ατρο, τρεις κινηματογράφους και η ελληνική κοινότητα διέθετε πλήθος κοινωνικών οργανώσεων και συλλόγων.

Στις αρχές του 20ού αιώνα ο πληθυσμός υπολογίζεται γύ­ρω στους 50.000 (15.00 Έλληνες, 4.000 Αρμένιοι, 600 Ευρωπαίοι, κ.ά. και οι υπόλοιποι Τούρκοι).

Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Χρύσανθο, στα 1913, η Τραπεζούντα εί­χε 6.720 οικογένειες, από τις οποίες οι 3.500 ήταν τουρ­κικές και οι 2.500 ελληνικές.

Ήταν έδρα της ομώνυμης μη­τρόπολης και είχε 10 ορθόδοξες εκκλησίες. Γύρω από την πόλη υπήρχαν 25 προάστια και χωριά - θέρετρα κατοι-κούμενα, κυρίως, από Έλληνες. Στη διάρκεια του Α' Πα­γκοσμίου Πολέμου, το 1916, η πόλη καταλήφθηκε για δύο, σχεδόν, χρόνια από τον ρωσικό στρατό.