Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Ο ΠΟΝΤΟΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ του Ομήρου «πόντος» σημαίνει θάλασσα. Θάλασσα αναπεπταμένη και πλατιά· ανήσυχο και ανοικτό πέλαγος. Σε αρ­κετούς αρχαίους συγγραφείς ο όρος Πόντος ταυτίζεται με τον Άξενο (κατ' ευφημισμόν Εύξεινο) Πόντο, την τρικυμι­σμένη και σκουρόχρωμη Μαύρη Θάλασσα. Αυτήν που αντίκρυσαν από τα βουνά οι μύριοι του Ξενοφώντα ανα­φωνώντας με ανακούφιση: «Θάλαττα, θάλαττα».

Ο Πόντος στην ελληνική μυθολογία προσωποποιεί το υγρό στοιχείο, γενικά, και παρουσιάζεται ως γιος της Γης και πα­τέρας του Νηρέα. Εξάλλου, η χώρα γύρω από τον Εύξεινο έχει εξέχουσα θέση σε μερικούς από τους ωραιότερους μύ­θους:

Από τις πολεμοχαρείς Αμαζόνες και τη βασίλισσα τους Ιππολύτη, τη θεόσταλτη ζώνη της οποίας απέσπασε ο Ηρακλής κατά τον ένατο άθλο του, έως το ταξίδι του Φρί­ξου και της 'Ελλης στην πλάτη του χρυσόμαλλου ιπτάμενου κριαριού και την εκστρατεία των Αργοναυτών του Ιάσονα στην Κολχίδα.

Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι αρχαίοι'Ελληνες γνώριζαν και βρίσκονταν σε επαφή με τις περιοχές αυτές πολύ πριν από τον 8ο π.Χ. αιώνα.

Με την ονομασία Πόντος έμεινε γνωστό το βόρειο παρά­λιο τμήμα της μικρασιατικής χερσονήσου, το οποίο έχει στον Νότο την Καππαδοκία, Ανατολικά την Κολχίδα και Δυτικά την Παφλαγονία.

Η οριοθέτηση του ιστορικού Πόντου ενέ­χει μεγάλες δυσκολίες και σε γενικές γραμμές μπορούμε να τον ορίσουμε ως την περιοχή μεταξύ του Σοχούμ (Ανατο­λικά) και της Σινώπης (Δυτικά).

Μια νοητή, περίπου πα­ράλληλη με την ακτή, γραμμή, που διέρχεται λίγο ψηλότε­ρα από Σεβάστεια, ορίζει, συμβατικά, την επαρχία προς τον Νότο. (Χρησιμοποιούμε εδώ τα όρια της διεκδικούμενης Δημοκρατίας του Πόντου, όπως καθορίζονται στον χάρτη του Σπ. Χ. Κωφίδου).

Αλλωστε, ο διαχωρισμός του Πόντου από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο δεν μπορεί να στηριχθεί σε αντικειμενικά κριτήρια. Γεγονός είναι ότι οι πε­ρισσότεροι Ευρωπαίοι περιηγητές τον αντιμετώπιζαν ως τμήμα της Μικρός Ασίας.

Η συνήθεια που επικράτησε με­ταξύ των Ελλήνων συγγραφέων να μνημονεύουν χωριστά τον Πόντο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί πειστικά από την αναμ­φισβήτητη διαφορά στην ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη της περιοχής σε σχέση με την υπόλοιπη Μικρά Ασία.

Χώρα παραθαλάσσια, αλλά κυρίως ορεινή, διατέμνεται κατά μήκος σε απόσταση 50-100 χλμ. από τη θάλασσα από την οροσειρά του Παρυάδρου, η οποία χωρίζει τον Πόντο σε παράλιο και μεσογειακό. Τα ψηλά βουνά ορθώνονταν σαν φυσικό τείχος και άφηναν δυο μόνο διόδους επικοινωνίας προς τον Νότο:

Τον δρόμο ο οποίος ξεκινούσε από τη Σινώπη και την Αμισό και αυτόν που από την Τραπεζούντα οδηγούσε, μέσα από το διάσελο της Ζύγαινας, προς τη μικρασιατική ενδοχώρα. Την παράλια ζώνη διακόπτουν βουνά, φαράγγια και ποτάμια με κατεύθυνση από Νότο προς Βορρά.

Το έδαφος ήταν εύφορο, αλλά περιορισμένο και η θάλασσα προσέφερε τη διέξοδο ώστε να αναπτυχθεί η ναυσιπλοΐα και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Παρά το μεγάλο μήκος των ακτών δεν υπήρχαν καλά προστατευμένα λιμάνια, με εξαίρεση αυτά της Σινώπης και της Οινόης.

Στον ορεινό μεσόγειο Πόντο το πλούσιο σε μεταλλεύματα υπέδαφος στήριξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές για την περιοχή επαγγελματικές δραστηριότητες.

Στα δασωμένα βουνά υπήρχαν και ακάλυπτα σημεία, όπου σχηματίζονταν ορεινά λιβάδια, τα οποία χρησίμευαν ως βοσκότοποι, αλλά και ως θέρετρα των γειτονικών χωριών και πόλεων. Ηταν τα περίφημα παρχάρια, που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής της υπαίθρου.

Πλήθος ποταμών, μικρών και μεγάλων, διαρρέουν την περιοχή όπως: ο Άλυς (Kizlirmak) ο μεγαλύτερος πόταμος της Μικρός Ασίας, ο 'Ιρις (Yesilirmak), ο κατεξοχήν ποταμός του Πόντου, ο Λύκαστος (Mertirmak) που διατρέχει το τότε βιλαέτι της Τραπεζούντας και χύνεται κοντά στην Αμισό, ο Θερμώδων (Termecay), στις όχθες του οποίου σύμφωνα με τον μύθο ζούσαν οι Αμαζόνες, ο Δαφνοπόταμος (Degirmen Deresi), ο Πυξίτης των αρχαίων, ο Όφις (Of su), ο οποίος διαρρέει την ομώνυμη κοιλάδα, όπου κατοικούσαν ελληνόφωνοι μωαμεθανοί.

Η περιοχή του Πόντου αποτέλεσε θέατρο εξέλιξης του δεύτερο ελληνικού αποικισμού (8ος π.Χ. αι.). Πρώτη ιδρύθηκε, από τους 'Ιωνες της Μιλήτου, η Σινώπη και αυτή με τη σειρά της, έπειτα από χρόνια, ίδρυσε τα Κοτύωρα, την Τραπεζούντα και την Κερασούντα.

Ακολούθησαν οι Μεγαρείς, οι Φωκαείς, οι Αθηναίοι και η παραλία του Εύξεινου γέμισε ελληνικές πόλεις. Οι αποικίες δημιουργήθηκαν με στόχο την αναζήτηση μετάλλων, αλλά σύντομα εξελίχθηκαν σε εμπορικά κέντρα. Αναγκασμένες να επιβάλουν την ύπαρξη και την παρουσία τους, χρησιμοποίησαν τη δύναμη των όπλων και την αίγλη του πολιτισμού τους.

Ο Πόντος έλαβε το όνομα αυτό και απέκτησε πολιτική ση­μασία μόνο κατά την μετά Αλέξανδρο εποχή. Τότε βασί­λευε στην εξελληνισμένη χώρα η δυναστεία των Μιθριδατών, με κορυφαίο εκπρόσωπο της τον Μιθριδάτη Στ' τον Ευπάτορα (120-63 π.Χ.). Μετά την ήττα και τον θάνατο του Ευπάτορος, αρχίζει η ρωμαϊκή περίοδος στην περιοχή και ο Πομπήιος σχηματίζει τη διπλή επαρχία που ονομάστηκε Βιθυνία και Πόντος (Bithynia et Pontos).

Ο χριστιανισμός, χάρη και στη μεγάλη εξάπλωση της ελ­ληνικής γλώσσας, διαδόθηκε ταχύτατα από τα πρώτα κιό­λας αποστολικά χρόνια. Ως πρώτοι κήρυκες του Ευαγγελί­ου φέρονται οι απόστολοι Ανδρέας και Πέτρος. Κατά τη βυ­ζαντινή περίοδο ο Πόντος αποτέλεσε μια από τις μεγάλες επαρχίες (θέματα) του ανατολικού τμήματος της αυτοκρα­τορίας με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια και αργότερα επί Ιουστινιανού την Τραπεζούντα.

Η πόλη αυτή υπήρξε το κέ­ντρο της αυτοκρατορίας, την οποία ο Αλέξιος Α' ο Κομνηνός ίδρυσε στην περιοχή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπο­λης από τους Φράγκους (1204). Το κράτος των Μεγάλων Κο­μνηνών - εκτεινόταν από τη Σινώπη μέχρι σχεδόν το Βατούμ - κατάφερε να επιζήσει και μετά την πτώση της Βασιλεύου­σας, έως ότου υποκύψει στον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή το 1461.

Στους χαλεπούς καιρούς της οθωμανικής κατάκτησης οι Πό­ντιοι διατήρησαν φανερά ή κρυφά την πίστη τους, άντεξαν τις αυθαιρεσίες των τοπικών τιμαριούχων - των διαβόητων ντερεμπέηδων - και τον 19ο αιώνα παρουσιάστηκαν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ και να ακ­μάσουν σε κάθε πεδίο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Η ρωμαϊκή και μετέπειτα η βυζαντινή εξουσία προσέφερε σχε­τική ειρήνη και ασφάλεια στον εξελληνισμένο και εκχριστιανι­σμένο πληθυσμό της περιοχής, που στα μέσα του 15ου αιώνα πρέπει να έφθανε τις περίπου 200-250 χιλιάδες. Μετά το 1461 ο πληθυσμός, όπως ήταν φυσικό, μειώθηκε αρκετά. Στα 1520 η κατάσταση είχε βελτιωθεί και οι Έλληνες κάτοικοι έφθαναν τους περίπου 180.000. Η αυξητική τάση συνεχίστηκε ώς τα μέ­σα του 17ου αιώνα, για να ακολουθήσει η αντίστροφη πορεία μέχρι το 1855.

Τα αίτια της συρρίκνωσης ήταν: η τρομοκρατία των ντερεμπέηδων και η μετανάστευση λόγω της κακής οικο­νομικής κατάστασης, ο οποία προκλήθηκε, κατά κύριο λόγο, από την παρακμή των μεταλλείων. Μεταναστευτικές κινήσεις προς τη Ρωσία παρατηρούνται κυρίως μετά το 1828, αλλά και μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-78.

Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, που αποκορυφώθηκαν με την έκδοση του Χάττι - Χουμαγιούν (1856) και η ανακήρυξη του πρώτου τουρκικού συντάγματος το 1876, συνεισέφεραν στη διαμόρφωση κλίματος ελευθερίας και αναδημιουργίας σε όλους τους τομείς (οικονομικό, κοινοτικό, εκπαιδευτικό, θρησκευτι­κό).

Οι διακηρύξεις των αρχών περί ανεξιθρησκίας οδήγησαν στην εμφάνιση του κινήματος των κρυπτοχριστιανών ή «κλω­στών» . Ανθρωποι οι οποίοι έως τότε έκρυβαν επιμελώς την ορ­θόδοξη πίστη τους, φανερώθηκαν διεκδικώντας να αναγνω­ριστούν ως χριστιανοί. Παρ' ότι αντιμετώπισαν μεγάλες δυ­σκολίες και πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Ρω­σία, όσοι παρέμειναν αύξησαν τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό.

Ο Πόντος σύμφωνα με την οθωμανική διοίκηση αποτελού­νταν από το βιλαέτι της Τραπεζούντας, τη διοίκηση Τζανίκ, τα σαντζάκια της Τοκάτης, του Καραχισάρ και της Αμάσειας από το βιλαέτι της Σεβάστειας και το σαντζάκι της Σινώπης από το βιλαέτι της Κασταμονής. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική διαίρεση περιελάμβανε τις επαρ­χίες: Τραπεζούντας, Ροδοπό­λεως (συγκροτήθηκε οριστικά στα 1902, από τις πρώην πα­τριαρχικές εξαρχείες Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα), Χαλδίας, Κολωνείας (μέχρι το 1889 επισκοπή Νικοπόλεως), Νεοκαισάρειας, Αμάσειας και Θεοδοσιουπόλεως. Αν δεχτούμε τους αριθμούς που δίνει ο αρχιμανδρίτης Πανάρε­τος Τοπαλίδης, ο ελληνικός πλη­θυσμός του Πόντου στην εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έφθανε τις 700.000.

Ωστόσο, πιο κοντά στην πραγματικότητα βρί­σκονται τα στοχεία από την απο­γραφή του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, η οποία διε­νεργήθηκε το 1911 από τις κατά τόπους προξενικές αρχές. Σύμφωνα με αυτά, οι Έλληνες κάτοικοι του Πόντου ήταν περίπου 400.000.

Αντίθετα από τα αναμενόμενα, μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού κα­ταγράφεται στις μητροπόλεις Αμάσειας (123.398 κατ.) και Νεοκαισάρειας (102.563 κατ.), ένα μέρος των οποίων ανή­καν γεωγραφικά στο βιλαέτι της Σεβάστειας και της Κα­σταμονής.

Ο αισθητά περιορισμένος αριθμός των Ελλή­νων κατοίκων του βιλαετιού της Τραπεζούντας οφείλεται κατά, κύριο λόγο, στη μετανάστευση προς τη Ρωσία. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε περίοδος δραματικών εξελίξεων και μεγάλων δεινών για τους Ορθόδοξους κατοίκους του Πόντου:

Διώξεις, φυλακίσεις και εκτοπισμοί οδήγησαν στη φυσική εξόντωση ή στην αναγκαστική μετα­νάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Οι Πόντιοι αντι­στάθηκαν σθεναρά στην προδια­γεγραμμένη μοίρα τους, δημι­ουργώντας στα βουνά αντάρτικα σώματα.

Στο πολιτικό επίπεδο προσπάθησαν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους και να δημι­ουργήσουν τη Δημοκρατία του Πόντου (1918-1922).Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή και η σύμβαση της Ανταλλαγής (1923) σήμαναν τον αναπότρεπτο ξερι­ζωμό τους από την πατρώα γη. Ο καθορισμός των οικισμών του Πόντου, στους οποίους ήταν εγκατεστημένοι Έλληνες μέχρι το 1922, εξακολουθεί να αποτε­λεί δυσεπίλυτο πρόβλημα, κυ­ρίως εξαιτίας της έλλειψης αρ­χειακών πηγών.

Δυσκολίες προ­καλεί και η μεγάλη κινητικότη­τα των κατοίκων - λόγω πολιτι­κών ή οικονομικών αιτίων-, που οδηγούσε σε πληθυσμιακές ανα­κατατάξεις. Για παράδειγμα, κα­τά τον 18ο αιώνα, η ανεξέλεγκτη δράση των ντερεμπέηδων οδήγησε στη συσπείρωση του χριστιανικού πληθυσμού στους ορεινούς οικισμούς της εν­δοχώρας. Η παρακμή των μεταλλείων και η αλλαγή των πολιτικών συνθηκών ενίσχυσε την αντίστροφη κίνηση προς τα παράκτια ναυτιλιακά κέντρα. Ωστόσο, η γενική εικόνα δεν άλλαξε. Οι περισσότεροι ελληνικοί οικισμοί βρίσκο­νταν στο εσωτερικό, στον κάθετο άξονα Τραπεζούντας -Αργυρούπολης και στον οριζόντιο Ερζερούμ (θεοδοσιούπολης) - Αργυρούπολης - Σεβάστειας.


Γιώργος Α. Γιαννακόπουλος

Διευθυντής Γενικών Αρχείων του Κράτους.

santeos.livepage.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου