Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Η Άλωση της Τραπεζούντας

Ο Τούρκος στρατάρχης κατορθώνοντας με τον όγκο του στρατού του, άλλους από τους πρώην συμμάχους των Ποντίων να τους αδρανοποιήσει και άλλους να τους πάρει με το μέρος του με συνθήκες φιλίας και συμμαχίας, αρχίζει την επίθεση κατά του Πόντου λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα του. Προχωράει πολύ γρήγορα σαν χείμαρρος και φτάνει σε τρίωρη απόσταση έξω από την Τραπεζούντα, στην τοποθεσία «Χοσογλάν» και στρατοπεδεύει εκεί. Αντίσταση στην πορεία του αυτή, δεν υπήρχε λόγω των όσων συνέβησαν πριν από την εκστρατεία του Μωάμεθ. Γι' αυτόν τα μόνα εμπόδια στην έφοδο του αυτή κατά του Πόντου, ήταν τα δυσκολοδιάβαστα φυσικά περάσματα, που προστατεύονταν από ελάχιστους υπερασπιστές της περιοχής.

Όσο διάστημα επιχειρούσε αυτά ο Μωάμεθ ο στόλος των τριακοσίων πλοίων που είχε στείλει μετά την υποδούλωση της Σινώπης μεταφέροντας και δέκα χιλιάδες στρατιώτες, απέκλεισαν την Τραπεζούντα από τη θάλασσα και ξηρά παρενοχλώντας συνεχώς αυτήν ώστε να μη της δοθεί η δυνατότητα να οργανώσει την άμυνα της, αλλά και να συγκεντρώσει στρατό από τις γύρω περιοχές. Από την ημέρα που έφτασε ο στόλος και πολιόρκησε την πόλη, ο στρατός του Αυτοκράτορα Δαβίδ επί σαράντα ημέρες προσπαθούσε απεγνωσμένα με αιματηρές εξόδους να απομακρύνει τους Τούρκους πολιορκητές, ώστε να μπορέσει η πόλη να βρει τα απαραίτητα τρόφιμα και πολεμοφόδια.

Και ας μην ξεχνάμε ότι η Τραπεζούντα, όπως και όλες οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις δεν αποτελούνταν μόνο από ελληνικό πληθυσμό. Στην πόλη κατοικούσαν πολλές άλλες εθνότητες, μεταξύ αυτών και Τούρκοι και είναι αυτονόητο ότι αυτοί κρατούσαν παθητική στάση εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των πολιορκητών.

Παρόλα αυτά τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, οι απεγνωσμένες προσπάθειες των Ελλήνων για διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό δεν σταματούν. Με τις ηρωικές τους εξόδους κατορθώνουν να κλονίσουν το ηθικό των Τούρκων πολιορκητών και ετοιμάζονται για το τελειωτικό χτύπημα. Τότε ακριβώς παρουσιάζεται ο Πορθητής με τις αμέτρητες στρατιές του στις νότιες περιοχές και στρατοπεδεύει σε τρίωρη απόσταση από την πόλη. Έτσι ανατρέπει τα σχέδια και τις προσπάθειες των αποκλεισμένων Ποντίων, προδικάζοντας συγχρόνως το αποτέλεσμα αυτής της άνισης μάχης. Η εμφάνιση του, μαζί με τις μυριάδες των νέων στρατιωτών αναπτερώνει το θάρρος των Τούρκων ενώ αντίθετα φέρνει την απελπισία στους αποκλεισμένους Έλληνες.

Τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν, οι αρρώστιες περίσσεψαν, ο στρατός από τις συνεχείς εξόδους λιγόστεψε και ορισμένοι από τους κατοίκους στην απελπισία τους άρχισαν να καταφέρονται εναντίον αυτών που επέμεναν για την λύση του δράματος με τα όπλα, πιστεύοντας στις ψευτοϋποσχέσεις του Μωάμεθ για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας τους αν παραδίδονταν χωρίς αντίσταση.

Αφού λοιπόν επί σαράντα ημέρες δοκιμάστηκε η τύχη των όπλων, κι αφού δεν διαφαίνονταν καμία άλλη λύση η οποία θα απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής στον αιμοχαρή κατακτητή, προτιμήθηκε η παράδοση της πόλης. Η πρωτεύουσα του Ποντιακού κράτους, ο τελευταίος φάρος του Ελληνισμού της Ανατολής που αιώνες φώτιζε την πορεία της φυλής μας για την διάδοση του πολιτισμού σε σκληροτράχηλους λαούς, έσβησε στις 15 Αυγούστου του 1461.

Η πόλη παραδόθηκε μετά από συνθηκολόγηση και υποσχέσεις και είναι βέβαιο ότι η αγριότητα της άλωσης ήταν μικρότερη απ' αυτήν που θα ήταν αν η πόλη καταλαμβανόταν με μάχη. Παραδόθηκε λοιπόν η πόλη με τον όρο ότι θα την αφήσουν ανέπαφη και δεν θα διαπράξουν κανένα κακό στους κατοίκους της, ούτε θα τους στερήσουν από την ιδιοκτησία τους. Με τέτοιες συμφωνίες, τις οποίες δυσκολεύονται πολύ οι Τούρκοι να τις διατηρήσουν, από τη μια μεριά έμπαιναν στην πόλη οι Γενίτσαροι του Μωάμεθ και καταλάμβαναν την ακρόπολη κι από την έβγαινε ο Δαβίδ Κομνηνός ο τελευταίος αυτοκράτορας του Ποντιακού κράτους.

Ο Χιτήρ μπέης που διορίστηκε μετά την παράδοση έπαρχος της πόλης, ολοκλήρωσε την κατάληψη της εξουδετερώνοντας την αντίσταση όσων προσπάθησαν να υπερασπίσουν την περιουσία και την υπόσταση τους.

Οι βιαιοπραγίες, οι φόνοι οι αρπαγές και όσα άλλα συνέβησαν κατά την παραλαβή της πόλης, δικαίωσαν κατά ένα μεγάλο μέρος την μερίδα εκείνη του λαού που υποστήριζε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν την Τραπεζούντα μετά από ένδοξη μάχη και να μην υποστούν τέτοια ταπεινωτική παράδοση. Ο Μωάμεθ , χρησιμοποιώντας απέναντι στους Χριστιανούς που παραδόθηκαν πολιτική και συμπεριφορά αντίθετη με τα συμφωνημένα τους στέρησε την περιουσία, τους έδιωξε από τα σπίτια τις ιδιοκτησίες τους και τους απαγόρεψε ακόμη και να μπαίνουν μέσα στα τείχη με αποτέλεσμα για πολύ καιρό κανείς χριστιανός να μη τολμά να πλησιάσει τις δύο γέφυρες που ένωναν την πόλη με τα προάστια της.

Τα λαμπρά ανάκτορα των αυτοκρατόρων της τα οποία έγιναν κατοικία των εκάστοτε διοικητών της πόλης, τόσο παραμελήθηκαν αργότερα, ώστε σήμερα μόλις και διακρίνονται τα ερείπιά τους.

Ο Δαβίδ λοιπόν μετά από την συμφωνία που έκανε με τον Μωάμεθ αφού έβαλε την οικογένεια του σε πλοίο που του παραχώρησε ο Πορθητής αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για το Μαύρο Όρος στις Σέρρες. Τον τελευταίο αυτοκράτορα του Πόντου συνόδευσαν μετά από εντολή του Μωάμεθ, πολλές οικογένειες ευγενών της Τραπεζούντας όπως οι Δοράνιτες, οι Καραβασίτες, οι Μουρούζηδες και άλλες. Εκεί τους παραχωρήθηκαν μικρές εκτάσεις γης σαν αντάλλαγμα για τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στον Πόντο. Και ας μη θεωρηθεί αυτό ως ιδιαίτερη μεταχείριση του Δαβίδ και της ακολουθίας του, διότι άλλα σχέδια είχε στο νου του ο κατακτητής της Ποντιακής γης.

Ο αυτοκράτορας Δαβίδ στις Σέρρες έμεινε τέσσερα χρόνια σχεδόν ανενόχλητος, έχοντας πάντα κοντά του πολλούς από την άλλοτε αυτοκρατορική αυλή αλλά και τον Δημήτριο Παλαιολόγο ηγεμόνα της Πελοποννήσου, απόκληρος και αυτός από την ηγεμονία του την οποία πριν πέντε χρόνια κατέκτησε ο Πορθητής.

Αλλά όπως μας λέει και ο Πανάρετος Τοπαλίδης «η μοίρα του αυτοκράτορος και μείζονα δεινά επέκλωθε». Η ζωή το Δαβίδ Κομνηνού ανησυχούσε τον Μωάμεθ. Από το 1463 αφού ολοκλήρωσε την κατάκτηση και της υπόλοιπης περιοχής γύρω από την Τραπεζούντα, έψαχνε να βρει την αφορμή για να εξοντώσει τον τελευταίο νόμιμο ηγέτη του Ελληνισμού της Ανατολής.

Και η αφορμή δόθηκε από μια επιστολή την οποία έστειλε η Αικατερίνη, σύζυγος του Ουζούν Χασάν, άρχοντα της Μεσοποταμίας, με την οποία παρακινούσε το Δαβίδ να της στείλει τον αδελφό της τον Αλέξιο τον Ε΄ και έναν από τους γιους του, ώστε να τους αναθρέψει στην αυλή του συζύγου της. Η επιστολή αυτή που μαθεύτηκε από τον Μωάμεθ, πολλοί λένε ότι προδόθηκε από Έλληνες του περιβάλλοντος του αυτοκράτορα, θεωρήθηκε ύποπτη και γίνεται έτσι η αρχή του τελευταίου μέρους ενός οράματος το οποίο επεφύλαξε η μοίρα στην οικογένεια των Μεγαλοκομνηνών.

Κατά τη γνώμη όμως των ιστορικών της εποχής, εκτός από τον φόβο του ονόματος το οποίο συνόδευε τον Δαβίδ υπήρχαν και άλλοι τρεις λόγοι που έσπρωχναν τον Μωάμεθ να εξοντώσει την αυτοκρατορική οικογένεια.

Ο ένας ήταν «η αφαίρεση από τους Δυτικούς, της πρόφασης και της ευκαιρίας να επιτεθούν κατά της Τουρκίας για να απελευθερώσουν τον Χριστιανό αυτοκράτορα Δαβίδ».

Ο δεύτερος λόγος, να ιδιοποιηθεί τους θησαυρούς των Κομνηνών τους οποίους παρέλαβε και μετέφερε μαζί του φεύγοντας από την Τραπεζούντα ο Δαβίδ και ο τρίτος λόγος, ο φόβος των πολλών ευγενών, αυλικών και στρατηγών οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στη Θράκη, την Αδριανούπολη, στις Σέρρες, μετά την υποδούλωση της Πελοποννήσου, της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας.

Κάλεσε λοιπόν ο Μωάμεθ τον Δαβίδ στην Κωνσταντινούπολη και τον έβαλε μπροστά στο μεγάλο δίλημμα. Η να μείνει ζωντανός και να απαρνηθεί την πίστη του ή να θανατωθεί αυτός και η οικογένεια του μένοντας πιστοί στην Χριστιανοσύνη. Από τη βάρβαρη αυτή πρόταση του Πορθητή ο Δαβίδ προτίμησε το δεύτερο, κάτι που ίσως έπρεπε να είχε κάνει ο τελευταίος αυτοκράτορας πριν την παράδοση της πόλης και μετά από αποφασιστική μάχη με τον εχθρό.

Τώρα ήταν πλέον πολύ αργά. Οι αποφάσεις του Μωάμεθ είχαν παρθεί. Έτσι αφού πρώτα είδε με τα μάτια του, τους επτά από τους οκτώ γιους του και τον ανιψιό Αλέξιο να πέφτουν κάτω από το τσεκούρι του Γενιτσάρου και να βάφουν κόκκινο το χώμα, φωνάζοντας, «Δίκαιος είσαι Κύριε και σωστές οι αποφάσεις Σου», δέχθηκε κι αυτός τελευταίος τον θάνατο με γενναιότητα. Η εκτέλεση της οικογένειας του Δαβίδ Κομνηνού έγινε σε τοποθεσία απέναντι από τον λόφο «Πέγιογλου» (έτσι ονομάζεται και σήμερα) όπου πριν δεκατέσσερα χρόνια έπεσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Και έτσι συμπληρώθηκε το μαρτύριο του Ελληνισμού στο πρόσωπο των δύο αυτοκρατόρων. Ο ένας πεθαίνοντας στη μάχη υπέρ της ελευθερίας και ο άλλος σφαγμένος για την αλήθεια της Χριστιανικής πίστης.

Τα σώματα τους τα οποία άφησαν άταφα οι Τούρκοι για να γίνουν τροφοί των σκύλων και των σαρκοφάγων πουλιών, η αυτοκράτειρα Ελένη, σαν μια νέα Αντιγόνη, μεταμφιεσμένη και κρυμμένη στο μέρος εκείνο, τόλμησε την νύχτα να τα θάψει με τη βοήθεια μερικών πιστών υπηρετών της. Η ίδια, η οποία λέγεται ότι ήταν πολύ όμορφη, κλείστηκε στο χαρέμι του Μωάμεθ, αλλά μετά από λίγο καιρό πέθανε από τη λύπη της.

Από τις δυο κόρες του Δαβίδ, η μία βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να σωθεί από τη μανία του Πορθητή έπεσε από το κάστρο στο οποίο ήταν φυλακισμένη, όταν πλησίασαν οι δήμιοι να την παραλάβουν και να την οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσης.

Η άλλη κόρη η Άννα αφού έμεινε λίγο καιρό στο χαρέμι του Μωάμεθ, κατ' άλλους ιστορικούς δόθηκε σαν σύζυγος του Χότζα της Κωνσταντινούπολης, αλλά διώχτηκε από αυτόν όταν δεν δέχτηκε να αλλαξοπιστήσει και κατ΄ την αφήγηση άλλων ιστορικών αυτή δόθηκε ως σύζυγος στον έπαρχο της κάτω Μακεδονίας Ζάγανο, ο οποίος ήταν στρατηγός και συγγενής του Μωάμεθ. Συγκλίνουν όμως όλοι, στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Άννα κόρη του Δαβίδ Κομνηνού τα πέρασε στην Γεωργία όπου κατέφυγε και αναγνωρίστηκε ως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας.

Από τους οκτώ γιους του Δαβίδ, διασώθηκε μόνο ένας ο Νικηφόρος, μεταμφιεσμένος και με το ψευδώνυμο Γεώργιος Ούτος. Κρυμμένος κάτω από το όνομα αυτό, για να μην κινήσει την προσοχή των Τούρκων αναχωρεί για τη Θράκη και από εκεί για τις Σέρρες, όπου μετά από παραμονή ολίγων ημερών αναγκάζεται να εγκαταλείψει την περιοχή ύστερα από ειδοποίηση της οικογένειας των Δορονιτών ότι οι άνθρωποι του Μωάμεθ έρχονται να τον εξοντώσουν.

Βλέποντας ο Νικηφόρος Κομνηνός ότι άλλη λύση δεν υπήρχε φεύγει για την Μάνη της Πελοποννήσου, η οποία ήταν και η μόνη ελεύθερη περιοχή και στην οποία κατέφυγαν πολλές οικογένειες του Πόντου. Το ότι ο Νικηφόρος έφθασε στην Μάνη όπου και παντρεύτηκε αποδεικνύετε από τις τρεις ληξιαρχικές πράξεις της Οιτύλου και οι οποίες έχουν ως εξής:

Α΄ πράξη. «4 Ιανουαρίου 1473. Ενεφανίσθηκαν έμπροσθεν εμού, κοινογράφου της Πολιτείας Βυτίλου και κάτωθεν πιστών μαρτύρων από το ένα μέρος ο εξοχότατος Άρχοντας Νικηφόρος υιός του Αυτοκράτορος Δαβίδ Κομνηνού της Τραπεζούντας και από το άλλο μέρος ο Άρχοντας Πέτρος, πατήρ της αρχόντισσας Ελένης την οποία δίδει του άνωθεν εξοχότατου Νικηφόρου διά γυνήν του νόμιμον, καθώς θέλουν οι νόμοι της εκκλησίας».

Στην δεύτερη ληξιαρχική πράξη διαβάζουμε: «Η της Λακεδαιμονίας Γερουσία, αναγνώρισε και κατέστησε Πρωτογέροντα τον Νικηφόρο Κομνηνό του Δαβίδ ορκίζεται και υπόσχεται να τον διαφυλάξει από το βαρβαρικό διωγμό».

Και τέλος στην Τρίτη πράξη αναφέρεται: «1 Ιουλίου 1474, γεννήθηκε ένα παιδί, εξοχότατου Νικηφόρου του Αυτοκράτορος Δαβίδ της Τραπεζούντος και της αρχόντισσας Ελένης του άρχοντα Πέτρου, εμυράνθη και ονομάσθη Αλέξιος από εμένα τον Αρχιερέα Βιτύλου».

Αυτές λοιπόν οι τρεις ληξιαρχικές πράξεις αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο όγδοος γιος του Δαβίδ διέφυγε τον θάνατο από τον της Τραπεζούντας και συνέχισε την ιστορία των Κομνηνών αρχικά στην Μάνη και αργότερα στην Ιταλία και στη Γαλλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου