Η Ανάσταση αποτελούσε για κάθε Πόντιο ξεχωριστή και αλησμόνητη στιγμή. Κανένας Πόντιος δεν μπορεί να ξεχάσει την ιερή συγκίνηση τις στιγμές της Ανάστασης. Ήταν η στιγμή που είχε συνδυάσει με τα πιο βαθιά εθνικά ιδανικά του και το όνειρο για ελευθερία.
Το Χριστός Ανέστη, που έλεγε ο παπάς, πάντοτε συνοδευόταν από τον ήχο που έβγαζαν τα πιστόφα , τα ρεβόλα και τ' άλλα όπλα που βροντούσαν, για να διαλαλήσουν το ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Μετά την είσοδο του ιερέα στην εκκλησία, η λειτουργία συνεχιζόταν ως το πρωί και κανείς βέβαια δεν έφευγε. Τα παιδιά στο προαύλιο τσούγκριζαν τ'αυγά (το τσούγκρισμα διαρκούσε και τις τρεις ημέρες του Πάσχα. Την πρώτη μέρα τσούγκριζαν με το μυτίν, τη δεύτερη με τον κώλον και την Τρίτη με την κοιλίαν). έπειτα από τη μετάληψη και την απόλυση της εκκλησίας, επέστρεφαν στο σπίτι οικογενειακώς, προσπαθώντας να διατηρήσουν το φως της λαμπάδας, για ν'ανάψουν μ' αυτό την καντήλα. Συχνά προσκαλούσαν στο σπίτι συγγενείς ή φίλους, για να φάνε μαζί. Το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγώσιμα, μη νηστίσιμα. Σημειώνεται ότι το σουβλιστό αρνί δε συνηθιζόταν στον Πόντο.
Το επόμενο πρωί, μόλις τέλειωνε η εκκλησία, έβαζαν τραπέζι κι έτρωγαν όλοι μαζί ως το μεσημέρι. Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσούγκριζαν αυγά. Οι μεγάλοι σε ομάδες 3-4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Έπειτα όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο και χόρευαν.
Το απόγευμα, μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζαν οι ανταλλαγές επισκέψεων. Οι νοικοκυρές πρόσφεραν στους επισκέπτες ρακί με μεζέ φούστορον, τυρί κτλ. Οι επισκέψεις συνεχίζονταν ως το βράδυ.
Το Πάσχα συνήθως επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι (ξενιτάντ') ή όσοι κάτοικοι χωριών ήταν εγκατεστημένοι σε πόλεις και γύριζαν στις πατρίδες τους, για να περάσουν την ημέρα της Λαμπρής με τους συγγενείς τους.
Οι τρεις μέρες της Λαμπρής στον Πόντο λέγονταν λαμπροήμερα. Σ'όλα τα σπίτια το τραπέζι ήταν στρωμένο με πασχαλινά φαγώσιμα και ιδιαίτερα με κόκκινα αυγά και λαμπροκουλούρες.
Στα χωριά, μετά τα οικογενειακά τραπέζια της πρώτης ημέρας, τη δεύτερη ημέρα στήνονταν χοροί και γλέντια στα αλώνια ή σε ανοιχτούς χώρους κι εκεί με τη συνοδεία της λύρας χόρευαν και τραγουδούσαν (το ομάλ', τη Τρυγώνας, το λαγκευτόν). Σε όσους τόπους συνηθιζόταν το έθιμο του Ιούδα, το σχετικό ομοίωμα καιγόταν μετά τη δεύτερη Ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου